Eurobank: Μικρότερες χρηματοδοτικές ανάγκες για δημόσιο λόγω ανακεφαλαιοποίησης
Οι μικρότερες ανάγκες χρηματοδότησης από τον επίσημο τομέα για την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος υποδεικνύουν σημαντική ελάφρυνση των αναμενόμενων χρηματοδοτικών αναγκών της κυβέρνησης στο πλαίσιο του νέου 3ετούς προγράμματος στήριξης.
Τα αποτελέσματα της ανακεφαλαιοποίησης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος υποδεικνύουν μικρότερες χρηματοδοτικές ανάγκες και βελτίωση της δυναμικής του ελληνικού δημοσίου χρέους σε σχέση με τις προγενέστερες εκτιμήσεις, αναφέρει η Eurobank σε σχετική μελέτη.
Σύμφωνα με την Eurobank η παρούσα μελέτη παρουσιάζει, μεταξύ άλλων: α) επικαιροποιημένες προβλέψεις για την εξέλιξη των δανειακών αναγκών και των πηγών χρηματοδότησης της Γενικής Κυβέρνησης, β) επικαιροποιημένη ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους, γ) νέες ασκήσεις προσομοίωσης για τη μακροχρόνια εξέλιξη των δανειακών υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης και του λόγου δημοσίου χρέους-ΑΕΠ, βάσει σειράς σεναρίων για τη δομή ενός νέου πακέτου ελάφρυνσης από τους επίσημους δανειστές, και δ) ανάλυση των σημαντικότερων προϋποθέσεων για τη σταθεροποίηση της δημοσιονομικής θέσης της χώρας σε μεσοπρόθεσμη βάση.
Οι βασικές επισημάνσεις και τα συμπεράσματα της έκθεσης παρατίθενται ακολούθως:
Σύμφωνα με το υφιστάμενο μακροοικονομικό σενάριο, οι μικρότερες ανάγκες χρηματοδότησης από τον επίσημο τομέα για την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος υποδεικνύουν σημαντική ελάφρυνση των αναμενόμενων χρηματοδοτικών αναγκών της Γενικής Κυβέρνησης στο πλαίσιο του νέου 3-ετούς προγράμματος στήριξης.
Συγκεκριμένα, ενώ οι αρχικές εκτιμήσεις του προγράμματος προέβλεπαν νέο δανεισμό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανικό Σταθερότητας (και, ενδεχομένως, από το ΔΝΤ) συνολικού ύψους €84.1δις την περίοδο Αύγουστος 2015 - Αύγουστος 2018, η ανάλυσή μας υποδεικνύει ότι ο εν λόγω δανεισμός θα μπορούσε να διαμορφωθεί σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα (δηλ. περίπου €65δις). Μάλιστα, η επιστροφή των κερδών (δεδουλευμένων και μελλοντικών) σε χαρτοφυλάκια ελληνικών κυβερνητικών ομολόγων που βρίσκονται στην κατοχή της ΕκΤ και Κεντρικών Τραπεζών του Ευρωσυστήματος θα μπορούσε να μειώσει περαιτέρω την προαναφερθείσα χρηματοδότηση (έως συνολικού ποσού της τάξης των €8δις περίπου).
Διευκρινίζεται ότι η επιβεβαίωση των ανωτέρω εκτιμήσεων προϋποθέτει την απουσία σημαντικών αποκλίσεων από τους στόχους του προγράμματος για το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα και τα έσοδα από το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Επιπροσθέτως, σημειώνεται ότι ενώ σύμφωνα με την αρχική εκτίμηση του υφιστάμενου προγράμματος η ολοκλήρωση της νέας ανακεφαλαιοποίησης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος θα απαιτούσε δανεισμό από τον επίσημο τομέα ύψους έως €25δις, η χρηματοδότηση που τελικά αντλήθηκε από τον Ευρωπαϊκό Μηχανικό Σταθερότητας (ESM) για την ανακεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών ανήλθε σε μόλις €5,43δις.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ανωτέρω καθώς και τις αναθεωρημένες (βελτιωμένες) προβλέψεις για το ρυθμό συρρίκνωσης του ΑΕΠ της Ελλάδας το β’ εξάμηνο του τρέχοντος έτους και το 2016, η παρούσα ανάλυση επισημαίνει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
Σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης, οι συνολικές δαπάνες το 2016 για την εξυπηρέτηση του ελληνικού δημοσίου χρέους εκτός εντόκων γραμματίων αναμένεται να παρουσιάσουν σημαντική υποχώρηση σε σχέση με το τρέχον έτος και να διαμορφωθούν σε €12,8δις περίπου. Συγκεκριμένα, το γ’ τρίμηνο του επόμενο του έτους αναμένεται να είναι το πιο «απαιτητικό» σε σχέση με το συνολικό ποσό που θα πρέπει να καταβληθεί για την αποπληρωμή τόκων και χρεολυσίων (€5,2δις περίπου). Οι συνολικές ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Γενικής Κυβέρνησης την επόμενη 5ετία αναμένεται να ανέλθουν σε περίπου 75δις, με τα έτη 2017 και 2019 να είναι τα πλέον ««απαιτητικά» σε σχέση με τις αντίστοιχες προβλεπόμενες δαπάνες για την αποπληρωμή τόκων και χρεολυσίων επί του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Οι αναθεωρημένες προβλέψεις μας για τη μακροχρόνια εξέλιξη του λόγου δημοσίου χρέους-ΑΕΠ (βάσει του υφιστάμενου μακροοικονομικού σεναρίου) είναι ως ακολούθως: 181% στα τέλη του 2015, 163.1% το 2020 και περίπου 111% στα τέλη του 2030. Σημειώνεται ότι οι ανωτέρω προβλέψεις είναι βελτιωμένες (δηλ. χαμηλότερες) κατά 10 με 15 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις του νέου προγράμματος διάσωσης (Αύγουστος 2015).
Η παρούσα μελέτη παρουσιάζει επίσης αναθεωρημένες εκτιμήσεις για τις δυνητικές επιπτώσεις ενός θεωρητικού πακέτου ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων: α) περαιτέρω σημαντική επιμήκυνση των μέσων χρόνων ωρίμανσης των ευρωπαϊκών δανείων που έλαβε (ή θα λάβει) η χώρα στο πλαίσιο των τριών διαδοχικών προγραμμάτων προσαρμογής, και β) περίοδο χάριτος στις αποπληρωμές τόκων και χρεολυσίων επί του συνόλου των δανείων αυτών. Συνοπτικά, η παροχή ενός πακέτου ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά θα μπορούσε δυνητικά να καταστήσει βιώσιμο το ελληνικό δημόσιο χρέος, βάσει του νέου ορισμού βιωσιμότητας σύμφωνα με τον οποίο η μέση ετήσια δαπάνη της Γενικής Κυβέρνησης δε θα πρέπει να υπερβαίνει το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα.
Μια περαιτέρω διευθέτηση των υφιστάμενων επιτοκίων επί του συνόλου ή μέρους των ευρωπαϊκών δανείων (δηλαδή περαιτέρω μείωση ή/και μετατροπή τους από κυμαινόμενα σε σταθερά) θα συνέβαλε καθοριστικά στη διασφάλιση βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους, καθώς απρόβλεπτες μελλοντικές αυξήσεις στα διατραπεζικά επιτόκια Euribor ή/και στα επιτόκια με τα οποία δανείζεται ο μηχανισμός στήριξης ESM από τις αγορές θα μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντική άνοδο στις δαπάνες του ελληνικού δημοσίου για την αποπληρωμή τόκων (έως και €15δις σωρευτικά την επόμενη 50ετία, για κάθε αύξηση 0.25 ποσοστιαίων μονάδων στα ανωτέρω διατραπεζικά επιτόκια από το 2020 και εντεύθεν), τονίζει η Eurobank.
Τέλος, σημειώνεται εκ νέου ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης αποτελεί την πιο σημαντική προϋπόθεση για τη σταθεροποίηση της δημοσιονομικής θέσης της χώρας μεσοπρόθεσμα, καθώς: α) για κάθε μία μονάδα αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ ο λόγος χρέους-ΑΕΠ υποχωρεί κατά 1,8 μονάδες (λαμβάνοντας υπ’ όψιν το τρέχον επίπεδο του λόγου αυτού και θεωρώντας όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς), και β) απαιτείται μέσος ετήσιος ονομαστικός ρυθμός αύξησης 2,7% του ελληνικού ΑΕΠ την επόμενη 10ετία για να αποτραπεί η αυτόματη άνοδος του λόγου χρέους-ΑΕΠ (φαινόμενο «χιονοστιβάδας»), θεωρώντας όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς.