Εισαγωγή στην αγορά ομολόγων
Οι επενδυτές που αναζητούν συνταξιοδοτικό εισόδημα, συνήθως επιθυμούν εξασφαλισμένα επίπεδα απόδοσης. Δεν θέλουν να έχουν ασταθή αγοραστική δυνατότητα στο λυκόφως της ζωής τους. Μολονότι οι μετοχές αποδίδουν μερίσματα, οι αποδόσεις τους δεν είναι ούτε εξασφαλισμένες, ούτε σταθερές.
Εισαγωγή
- κρατικά ομόλογα
- εταιρικά ομόλογα
- υπέρ και κατά
- όροι της συμφωνίας
Οι επενδυτές που αναζητούν συνταξιοδοτικό εισόδημα, συνήθως επιθυμούν εξασφαλισμένα επίπεδα απόδοσης. Δεν θέλουν να έχουν ασταθή αγοραστική δυνατότητα στο λυκόφως της ζωής τους. Μολονότι οι μετοχές αποδίδουν μερίσματα, οι αποδόσεις τους δεν είναι ούτε εξασφαλισμένες, ούτε σταθερές. Τι θα πρέπει να κάνει λοιπόν ο επενδυτής που αναζητεί ένα πιο σίγουρο έσοδο;
Μολονότι όλοι θα έπρεπε να διαθέτουν κάποιο ρευστό με τη μορφή ενός λογαριασμού καταθέσεων προθεσμίας αυτή η λύση δεν είναι μακροπρόθεσμα καλή για την αποταμίευση. Στους προθεσμιακούς λογαριασμούς, τα κεφάλαια «κλείνονται» για προκαθορισμένο χρονικό διάστημα και το επιτόκιο που δίνεται είναι ελάχιστα υψηλότερο από τους λογαριασμούς ταμιευτηρίου. Κατά κανόνα επίσης ο επενδυτής δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στο κεφάλαιο χωρίς να υποστεί κυρώσεις κατά την διάρκεια του καθορισμένου διαστήματος.
Υπάρχουν όμως χρεόγραφα σταθερού εισοδήματος που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του επενδυτή. Προσφέρουν ένα σταθερό έσοδο και είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνα από τις μετοχές. Δίνουν έτσι στον επενδυτή τη δυνατότητα να προγραμματίσει το χαρτοφυλάκιό του μέσα στο χρόνο με σχετική ασφάλεια. Οι αποδόσεις τους είναι σχεδόν πάντα υψηλότερες από τις αποδόσεις των καταθέσεων. Επιπλέον τα περισσότερα από τα εν λόγω χρεόγραφα είναι εύκολα ρευστοποιήσιμα, που σημαίνει ότι μπορεί να ρευστοποιηθούν όποτε ο επενδυτής χρειάζεται κεφάλαια.
Το μερίδιο του χαρτοφυλακίου σας που θα αφιερώσετε σε αυτά τα εργαλεία σταθερής απόδοσης εξαρτάται από τους στόχους μας.
Σε αυτό το κεφάλαιο θα ασχοληθούμε με τα βασικά εργαλεία σταθερού εισοδήματος: τα κρατικά και τα εταιρικά ομόλογα.
Θα τα εξερευνήσουμε σε βάθος αλλά θα δούμε επίσης και άλλα χρεόγραφα που προσφέρουν αποδόσεις: τα μετατρέψιμα ομόλογα, τις προνομιούχες μετοχές και τα ευρωομόλογα.
Ποια είναι τα Χρεόγραφα Σταθερού Εισοδήματος;
Τα δυο είδη χρεογράφων σταθερού εισοδήματος που χρησιμοποιούνται περισσότερο είναι τα κρατικά και τα εταιρικά ομόλογα.
Kρατικά ομόλογα
Τα έντοκα γραμμάτια του δημοσίου, είναι χρεόγραφα διάρκειας 3,6 ή 12 μηνών που εκδίδει η κυβέρνηση. Παραδοσιακά πληρώνουν ένα σταθερό τόκο ανά τακτά διαστήματα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Όταν ολοκληρωθεί η περίοδος, επιστρέφεται το κεφάλαιο. Η ημερομηνία κατά την οποία επιστρέφεται το κεφάλαιο, είναι γνωστή ως ημερομηνία ωρίμανσης ή λήξης. Αντίστοιχα εκδίδονται χρεόγραφα μεγαλύτερης διάρκειας (συνήθως 3,5,7,10 έτη) τα οποία λέγονται ομόλογα.
Εταιρικά ομόλογα
Παραδοσιακά αυτά τα χρεόγραφα εκδίδονται από μια εταιρία που πληρώνει σταθερό επιτόκιο ανά τακτά διαστήματα για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Όταν αυτή η περίοδος λήξει, επιστρέφεται το κεφάλαιο. Η ημερομηνία κατά την οποία επιστρέφεται το κεφάλαιο λέγεται ημερομηνία ωρίμανσης.
Αν και είναι παρόμοια τα επενδυτικά οχήματα, τα οποία χρησιμοποιούν η κυβέρνηση και οι εταιρίες αντιστοίχως για να συγκεντρώσουν χρήματα, υπάρχουν διάφοροι τύποι κρατικών κι εταιρικών ομολόγων. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, το κεντρικό νόημα είναι ότι ο επενδυτής δανείζει κεφάλαια στον εκδότη. Η κυβέρνηση μπορεί να εκδώσει ομολογίες για να συγκεντρώσει κεφάλαια ώστε να κατασκευάσει σχολεία και δρόμους ή να καλύψει τμήμα του εθνικού χρέους. Μια εταιρία μπορεί να εκδώσει ομόλογο για να χρηματοδοτήσει την κατασκευή ενός νέου εργοστασίου ή την εξαγορά μιας άλλης επιχείρησης. Μέχρι την χρονολογία λήξης, το χρεόγραφο μπορεί να πωληθεί στην αγορά στην τιμή που επικρατεί στην αγορά. Όπως θα δούμε αργότερα, η τιμή στην αγορά κυμαίνεται αναλόγως με τις συνθήκες στην αγορά. Όπως όλα τα επενδυτικά εργαλεία, τα κρατικά κι εταιρικά ομόλογα έχουν τα υπέρ και τα κατά τους.
Υπερ
- Το ποσό του τόκου που θα λάβει ο επενδυτής γνωστοποιείται την ώρα που γίνεται η επένδυση (εκτός αν πρόκειται για ομόλογα κυμαινόμενου επιτοκίου). Αυτό σημαίνει ότι ο επενδυτής μπορεί να προβλέψει για σειρά ετών το εισόδημα που θα λαμβάνει
- Έχοντας αυτή την σιγουριά, ο επενδυτής μπορεί να διαμορφώσει ένα χαρτοφυλάκιο με συγκεκριμένο στόχο: για την σύνταξή του ή για να κάνει μια συγκεκριμένη εξαγορά σε συγκεκριμένη στιγμή στο μέλλον.
- Οι προηγμένες οικονομίες- πρακτικώς- ποτέ δεν κινδυνεύουν να δηλώσουν αδυναμία αποπληρωμής.
- Κατά κανόνα δίνουν καλύτερη απόδοση από τους λογαριασμούς αποταμίευσης.
- Όταν τα επιτόκια στην αγορά πέφτουν, οι τιμές αυτών των χρεογράφων κατά κανόνα ανεβαίνουν.
- Αγοράζονται και πωλούνται σχετικά εύκολα.
Κατά
- Το εταιρικό ομόλογο προσφέρει τόση χρηματοοικονομική εξασφάλιση όση προσφέρει η εταιρία που το εκδίδει. Ενδέχεται ο εκδότης να μην μπορέσει να ανταποκριθεί στο σύνολο ή σε τμήμα των υποχρεώσεών του. Αυτό σημαίνει ότι ο επενδυτής μπορεί να χάσει όλο ή τμήμα των κεφαλαίων που έχει επενδύσει.
- Όταν τα επιτόκια στην αγορά ανεβαίνουν, οι τιμές αυτών των χρεογράφων κατά κανόνα πέφτουν.
- Αυτό σημαίνει ότι, αν τα επιτόκια αυξηθούν δραματικά, το κεφάλαιο που αντιπροσωπεύουν αυτά τα χαρτιά αξίζει λιγότερο. Η πραγματική πτώση της αξίας θα εξαρτηθεί από την περίοδο που μεσολαβεί μέχρι την λήξη. Οσο πιο μεγάλη είναι αυτή η περίοδος, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ζημιά εάν το χρεόγραφο πωληθεί στην αγορά πριν την χρονολογία λήξης. Οπότε ο επενδυτής «κλειδώνεται» σε χρεόγραφα με μακρά διάρκεια, με αποτέλεσμα να έχει «χάσει» άλλες επενδύσεις με μεγαλύτερες δυνατότητες απόδοσης.
- Σε αντίθεση με τις μετοχές, στα κρατικά και τα εταιρικά ομόλογα, δεν υπάρχει δυνατότητα θεαματικής αύξησης της αξίας τους.
Οι όροι της συμφωνίας
Αν και υπάρχουν διάφοροι τύποι κρατικών κι εταιρικών ομολογιών, θα μπορούσαμε να τις ταξινομήσουμε βάση του αριθμού των χρόνων που απομένει μέχρι τη λήξη τους.
- τα μικρής διάρκειας που λήγουν μέσα σε 5 χρόνια
- τα μεσαίας διάρκειας που λήγουν σε 5 με 15 χρόνια
- τα μακράς διάρκειας που λήγουν σε 15 χρόνια και πάνω.
Τόσο τα κρατικά όσο και τα εταιρικά ομόλογα εκδίδονται με μια ονομαστική αξία. Πρόκειται για το σύνολο που θα λάβει ο κάτοχος του χρεογράφου με τη λήξη του.
Ο τίτλος μπορεί να εκδίδεται στην ονομαστική του αξία ή πάνω ή κάτω από αυτή την αξία. Όταν εκδίδεται στην ονομαστική του αξία, εκδίδεται στο άρτιο (at par), καθώς η τιμή έκδοσης και η ονομαστική αξία είναι ίσες. Η έκδοση του τίτλου πάνω ή κάτω από την ονομαστική αξία αναφέρεται αντίστοιχα ως premium (προμήθεια) ή discount (έκπτωση).
Στα κείμενα που ακολουθούν, θεωρούμε ότι η τιμή των ομολογιών στην αγορά διαμορφώνεται στην ονομαστική αξία των 100 ευρώ. Όταν αυτές οι ομολογίες διατίθενται στην επίσημη τιμή των 95 ευρώ, ο τίτλος διατίθεται με discount, αφού με 95 € αγοράζουμε ένα ομόλογο ονομαστικής αξίας 100 ευρώ. Αντιστρόφως, όταν η τιμή είναι 110 ευρώ, διατίθεται με premium, αφού δίνουμε 110 ευρώ για να αγοράσουμε έναν τίτλο με ονομαστική αξία 100 ευρώ. Όταν η ονομαστική αξία και η τιμή στην αγορά είναι ίσες, το χρεόγραφο λέμε διατίθεται στο άρτιο.
Όπως αναφέραμε ήδη, στα χρεόγραφα σταθερού εισοδήματος είθισται ο κάτοχος να πληρώνεται την ονομαστική αξία του τίτλου στην λήξη του. Οπότε, καθώς ο επενδυτής γνωρίζει πότε θα συμβεί αυτό, η λήξη αναγράφεται στον τίτλο της ομολογίας. Για παράδειγμα «Ελληνικό Ομόλογο 2010». Αυτό σημαίνει ότι ο επενδυτής θα λάβει την ονομαστική αξία του τίτλου το 2010. Ενίοτε ο εκδότης διατηρεί το δικαίωμα να εξαργυρώσει το χρεόγραφο μέσα σε μια χρονική περίοδο. Αυτό υποδεικνύεται από δύο χρονολογίες που αναγράφονται στον τίτλο του χρεογράφου. Για παράδειγμα «Ελληνικό Ομόλογο 2010-2015». Αυτό σημαίνει ότι ο εκδότης θα πληρώσει την ονομαστική αξία στον επενδυτή σε χρονική στιγμή της επιλογής του μέσα στην διάρκεια των πέντε χρόνων αρχής γενομένης από το 2010.
Τόκος
Ο επενδυτής ανταμείβεται για την αγορά του κρατικού ή εταιρικού ομολόγου λαμβάνοντας έναν τόκο. Όταν εκδίδεται το χρεόγραφο, στον τίτλο του αναφέρεται ο τόκος που θα πληρωθεί για την ονομαστική αξία των 100 ευρώ. Για παράδειγμα 5% Ελληνικό Ομόλογο 2010. Αυτό σημαίνει ότι ο επενδυτής του χρεογράφου θα λαμβάνει 5 ευρώ τόκο στα 100 ευρώ της ονομαστικής αξίας για κάθε χρόνο που το κρατά μέχρι το 2010. Το 5% είναι η ονομαστική απόδοση ή κουπόνι.
Όπως αναφέραμε ήδη, η τιμή του ομολόγου στην αγορά κυμαίνεται μέσα στο χρόνο. Η ονομαστική απόδοση δεν έχει τόση σημασία, εκτός αν ο επενδυτής αγοράσει τον τίτλο στην ονομαστική του αξία. Αυτό που έχει σημασία είναι η πραγματική απόδοση που θα λάβει ο επενδυτής από την τοποθέτηση. Αυτή η απόδοση είναι γνωστή ως τρέχουσα απόδοση. Η τρέχουσα απόδοση είναι πράγματι τόσο σημαντική που οι επαγγελματίες αυτής της αγοράς αναφέρονται στις αποδόσεις σε αντιδιαστολή με τις τιμές. Αφού η τρέχουσα απόδοση είναι η απόδοση που θα λάβει ο κάτοχος του τίτλου επί της τρέχουσας τιμής στην αγορά, θα μπορούσαμε να εκφράσουμε τη μαθηματική σχέση ως εξής:
Ονομαστική απόδοση
-------------------------------------
τρέχουσα αγοραία τιμή σε ονομαστική αξία τίτλου 100€
X 100
-------------------
1
Όταν το ομόλογο πωλείται με discount από την τιμή στην αγορά, η τρέχουσα απόδοση είναι πάντα υψηλότερη από το επιτόκιο του κουπονιού και αντιστρόφως. Δηλαδή, στην περίπτωση του 5% Ελληνικού Ομολόγου που πωλείται στα 95 ευρώ και τα 105 ευρώ:
Τρέχουσα απόδοση του 5% Ελληνικού Ομολόγου
discount. Τιμή 95€ premium. Τιμή 105€
5% * 100=5,26% 5% * 100 =4,76%
--- -----
95 105
Ενώ η τρέχουσα απόδοση δίνει στον επενδυτή τη δυνατότητα να καθορίσει με πραγματικούς όρους πόσο αποδίδει το κεφάλαιό του, η εικόνα δεν είναι ολοκληρωμένη όταν ο τίτλος αγοράζεται με discount ή premium. Όταν ο τίτλος αγοράζεται με discount και κρατιέται μέχρι τη λήξη, ο επενδυτής καταγράφει κεφαλαιακά κέρδη. Όταν ο τίτλος αγοράζεται με premium, στην λήξη έχουμε απώλεια κεφαλαίου. Σε αυτές τις περιπτώσεις αυτό που έχει σημασία για τον επενδυτή είναι η μακρόχρονη απόδοση.
Αυτό φαίνεται με την αποκαλούμενη απόδοση στη λήξη. Πρόκειται για την συνολική απόδοση που θα έχει ο επενδυτής αν κρατήσει τον τίτλο μέχρι τη λήξη. Είναι δηλαδή το άθροισμα όλων των καθαρών τόκων συν τα κέρδη ή οι ζημιές κεφαλαίου σε ετήσια βάση στην λήξη. Οι επαγγελματίες χρησιμοποιούν πολύ αυτή τη συγκεκριμένη απόδοση. Όπως θα δούμε αργότερα, η απόδοση στη λήξη αναγράφεται στις σοβαρές εκδόσεις. Υπάρχει όμως και μια σχετικά γρήγορη μέθοδος για να την υπολογίσουμε. Αν και δεν είναι απολύτως ακριβής μέθοδος, είναι ένας πολύ καλός κανόνας.
- Παίρνουμε το discount ή premium ενός συγκεκριμένου χρεογράφου και την διαιρούμε με τον αριθμό των ετών που πρέπει να περάσουν για να βγάλουμε το ετήσιο μέγεθος κέρδους ή ζημιάς.
- Διαιρούμε το ετήσιο κέρδος ή ζημιά με την τιμή του χρεογράφου. Πολλαπλασιάζουμε με το 100 κι έχουμε το ποσοστό των κερδών ή ζημιών σε ετήσια βάση.
- Προσθέτουμε (αν έχουμε κέρδη κεφαλαίου) ή αφαιρούμε (αν έχουμε ζημίες κεφαλαίου) το ποσοστό ετήσιων κερδών/ζημιών στο/από την απόδοση του κουπονιού. Το αποτέλεσμα είναι η απόδοση στη λήξη.
Ας το δούμε με ένα παράδειγμα. Ας πούμε ότι το 5% Ελληνικό Ομόλογο διατίθεται στην αγορά προς 90 ευρώ. Ας πούμε επίσης ότι έχει πέντε χρόνια μέχρι τη λήξη. Όπως είδαμε ήδη, η τρέχουσα απόδοση είναι:
5% x 100 = 5.26%
----
95
Με τον παραπάνω κανόνα, η απόδοση στη λήξη είναι:
- Το discount είναι 100 –95 ευρώ= 5 ευρώ
- Το ετήσιο κέρδος κεφαλαίου για τα εναπομένοντα χρόνια του τίτλου είναι:
5 = 1
---
5
- Το ποσοστό ετήσιου κέρδους ή ζημιάς κεφαλαίου είναι
1 x 100 = 1,05
---
95
- Η απόδοση στη λήξη είναι 5% + 1,05% = 6,05%
Ας δούμε τώρα ένα παράδειγμα που θα μας δείξει πόσο ανταποκρίνεται το πραγματικό νούμερο στον κανόνα.
Στις 5 Ιανουαρίου 2001, ένα τριετές 6,5% Ελληνικό Ομόλογο 2003 έκλεισε στην τιμή των 103,56 ευρώ στην αγορά.
Με την ίδια μέθοδο βλέπουμε ότι:
- Το premium είναι 103,56- 100 ευρώ = 3,56 ευρώ
Η ζημία σε ετήσια βάση για τα εναπομένοντα χρόνια του ομολόγου είναι
3,56 = 1,186
-----
3
-Η απώλεια κεφαλαίου σε ετήσια βάση σε ποσοστό είναι 1,186 Χ 100 = 1,145%
-----
103,56
- Η απόδοση στη λήξη είναι 6,5% - 1,145% = 5,355%
Η ορθή απόδοση στη λήξη είναι 5,15%. Η ανακρίβεια που εκπορεύεται από τον κανόνα οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η πραγματική ημερομηνία λήξης του ομολόγου είναι η 7η Δεκεμβρίου 2003. Την ώρα που γίνεται ο υπολογισμός, ο τίτλος έχει 2 χρόνια κι 11 μήνες ζωής μέχρι τη λήξη και όχι τρία χρόνια. Έτσι, ουσιαστικώς το αποτέλεσμα εκπορεύεται κατά προσέγγιση.