Μέθοδοι επιλογής Α/Κ

Παλαιότερα, οι επενδυτές αξιολογούσαν τις επιδόσεις του χαρτοφυλακίου τους, βασιζόμενοι αποκλειστικά σχεδόν στο ποσοστό της απόδοσης τους. Ήταν ενήμεροι για τον κίνδυνο, αλλά δεν ήξεραν πως να τον ποσοτικοποιήσουν και συνεπώς, δεν μπορούσαν να υπολογίσουν τις επιδράσεις του με ακρίβεια.

- Μέθοδοι επιλογής Α/Κ
- Δέκα «εντολές» για πετυχημένες επενδύσεις σε Α/Κ

- Ποιοι είναι οι τρόποι μέτρησης της συνολικής επίδοσης ενός χαρτοφυλακίου;

Παλαιότερα, οι επενδυτές αξιολογούσαν τις επιδόσεις του χαρτοφυλακίου τους, βασιζόμενοι αποκλειστικά σχεδόν στο ποσοστό της απόδοσης τους. Ήταν ενήμεροι για τον κίνδυνο, αλλά δεν ήξεραν πως να τον ποσοτικοποιήσουν και συνεπώς, δεν μπορούσαν να υπολογίσουν τις επιδράσεις του με ακρίβεια.

Πιο συγκεκριμένα, οι μελετητές τοποθετούσαν τα χαρτοφυλάκια σε κατηγορίες ανάλογα με το είδος του κινδύνου που τα επηρέαζε {π.χ. κλαδική κατάταξη, διακύμανση της απόδοσης} και έπειτα συνέκριναν τα ποσοστά απόδοσης για κάθε χαρτοφυλάκιο, ανάλογα με την κατηγορία του κινδύνου στην οποία ανήκαν. Η ανάπτυξη όμως της θεωρίας του χαρτοφυλακίου στις αρχές του 1960, κατέστησε ικανή την ποσοτικοποίηση του κινδύνου σε όρους μεταβλητότητας των αποδόσεων.

Η γνώση του επιπέδου του κινδύνου των Αμοιβαίων Κεφαλαίων, μας επιτρέπει τη χρήση κατάλληλων μεθόδων αξιολόγησης της επίδοσής τους. Οι μέθοδοι αυτοί που έχουν προταθεί από τη διεθνή βιβλιογραφία, λαμβάνουν υπ' όψιν τους την προσαρμογή της απόδοσης του Α/Κ σε τυχούσες διαφορές στον κίνδυνο τον οποίο ενσωματώνουν.

Για το σκοπό αυτό, έχουν αναπτυχθεί στη διεθνή αρθρογραφία διάφορες μέθοδοι, οι κυριότερες των οποίων είναι:
α) η μέθοδος της απόδοσης ανά μονάδα κινδύνου (return per unit of risk) και
β) η μέθοδος της διαφορικής απόδοσης (differential return).
Οι δύο προσεγγίσεις πολλές φορές συσχετίζονται και οδηγούν συχνά σε παρόμοια συμπεράσματα. Ας τις δούμε όμως, πιο αναλυτικά.

* Η προσέγγιση της Απόδοσης ανά Μονάδα Κινδύνου

Η προσέγγιση της απόδοσης ανά μονάδα κινδύνου συσχετίζει το απόλυτο επίπεδο της απόδοσης του Αμοιβαίου Κεφαλαίου που επιτεύχθηκε μέσα σε μια χρονική περίοδο, με το επίπεδο του κινδύνου που ενσωματώνεται σε αυτό.

Στη διεθνή βιβλιογραφία έχουν προταθεί κυρίως δύο μέτρα της απόδοσης ανά μονάδα κινδύνου των Α/Κ, τα οποία έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά. Το πρώτο μέτρο είναι ο λόγος του Treynor (1965), ο οποίος απεικονίζετα από την παρακάτω σχέση:

Treynor Ratio (TR) = Rp-Rf/Bp

ενώ το δεύτερο μέτρο είναι ο λόγος του Sharpe (1966): Rp-Rf/Sr 
       
όπου:
Rpείναι η πραγματοποιηθείσα απόδοση του Α/Κ
Rfείναι το επιτόκιο χωρίς κίνδυνο
Sr είναι ο συνολικός κίνδυνος (τυπική απόκλιση) του Α/Κ και
Bp είναι ο συντελεστής συστηματικού κινδύνου (βήτα) του Α/Κ.

Ο λόγος του Treynor εκφράζει την υπερβάλλουσα απόδοση του Α/Κ, η οποία προκύπτει από τη διαφορά της πραγματοποιηθείσας απόδοσης από το επιτόκιο χωρίς κίνδυνο, δια της μεταβλητικότητας των αποδόσεων του Α/Κ, όπως αυτή προσεγγίζεται από το συστηματικό κίνδυνο.

Επειδή ο αριθμητής του λόγου αυτού εκφράζεται σε ποσοστά και ο παρανομαστής σε καθαρό αριθμό, ο δείκτης του Treynor εκφράζεται τελικά σε ποσοστά.

Ο λόγος του Sharpe εκφράζει και αυτός την υπερβάλλουσα απόδοση του Α/Κ δια της μεταβλητικότητας των αποδόσεων, όπως αυτή προσεγγίζεται από την τυπική απόκλιση των αποδόσεων του. Επειδή ο αριθμητής και ο παρανομαστής του δείκτη του Sharpe υπολογίζονται σε ποσοστά, ο λόγος του δείκτη είναι τελικά ένας καθαρός αριθμός.

Όπως είναι φανερό, η μόνη διαφορά των δύο προαναφερθέντων δεικτών βρίσκεται στην προσέγγιση του κινδύνου του Α/Κ. Ο Sharpe θεωρεί ως κατάλληλο μέτρο του κινδύνου τον συνολικό κίνδυνο του Α/Κ, ενώ ο Treynor εκτιμά ως καταλληλότερο μέτρο του κινδύνου τον συστηματικό του κίνδυνο.

Προτείνεται όπως χρησιμοποιούνται και τα δύο προαναφερθέντα μέτρα, στο βαθμό που οι πληροφορίες που αντλούμε από αυτά είναι διαφορετικές.

Για την αξιολόγηση Α/Κ, αλλά και γενικότερα χαρτοφυλακίων με τους δείκτες Sharpe και Treynor, Α/Κ που παρέχουν μεγαλύτερη απόδοση ανά μονάδα κινδύνου κρίνονται ως αυτά με την καλύτερη διαχείριση, ενώ Α/Κ που παρέχουν τη χαμηλότερη απόδοση ανά μονάδα κινδύνου κρίνονται ως αυτά με τη χειρότερη διαχείριση.

Οι δείκτες Sharpe και Treynor κατατάσσουν χαρτοφυλάκια, αλλά δεν προσφέρουν μια σαφή οικονομική ερμηνεία. Υπάρχει, όμως, ένας εναλλακτικός δείκτης, ο οποίος βασίζεται στο συντελεστή βήτα και μας επιτρέπει να απαντήσουμε στην ερώτηση: “Πόσο μεγαλύτερη (ή μικρότερη) ήταν η απόδοση του Α/Κ ως προς την αναμενόμενη με βάση το συστηματικό του κίνδυνο;”. Η εναλλακτική αυτή προσέγγιση είναι γνωστή ως δείκτης άλφα του Jensen ή μέθοδος της διαφορικής απόδοσης.

* Η μέθοδος της Διαφορικής Αποδοσης (Jensen’s Performance Index)

Μια εναλλακτική προσέγγιση για την αξιολόγηση της επίδοσης των Αμοιβαίων Κεφαλαίων είναι η μέθοδος της διαφορικής απόδοσης. Το πρώτο βήμα της προσέγγισης αυτής είναι ο υπολογισμός της απόδοσης που θα έπρεπε να είχε το Α/Κ με βάση το συστηματικό κίνδυνο τον οποίο εμπεριείχε. Η απόδοση αυτή ονομάζεται στη διεθνή βιβλιογραφία “φυσιολογική απόδοση” (normal return).

Στη συνέχεια υπολογίζεται η διαφορά της πραγματοποιηθείσας από τη φυσιολογική απόδοση. Η απόδοση αυτή ονομάζεται “μη φυσιολογική απόδοση” (abnormal return).

Χρησιμοποιώντας μαθηματικούς τύπους, η μέθοδος της διαφορικής απόδοσης παρουσιάζεται από τις εξισώσεις:

N(ri) = rf + βi (rm - rf)   

ai = ri - N(ri)    

όπου:
 
N(ri) η φυσιολογική απόδοση του Α/Κ,
ai  η μη φυσιολογική απόδοση,
ri   η πραγματοποιηθείσα απόδοση του Α/Κ
rf  το επιτόκιο χωρίς κίνδυνο και
rm  η απόδοση του χαρτοφυλακίου της αγοράς.

Για την αξιολόγηση Α/Κ, αλλά και γενικότερα χαρτοφυλακίων με τη μέθοδο της διαφορικής απόδοσης, Α/Κ που παρέχουν υψηλότερη και θετική μη φυσιολογική απόδοση κρίνονται ως αυτά με την καλύτερη διαχείριση, ενώ Α/Κ που παρέχουν αρνητική μη φυσιολογική απόδοση κρίνονται αρνητικά.
Εναλλακτικά, ο Jensen προτείνει την εκτίμηση της παρακάτω παλινδρόμησης:

ri,t – rf = ai + βi (rm,t – rf ) +ei,t                                   

όπου οι μεταβλητές έχουν ήδη αναλυθεί.

Ο συντελεστής άλφα εκφράζει και στην εξίσωση αυτή τον δείκτη του Jensen. Εφόσον ο συντελεστής αυτός είναι θετικός και στατιστικά σημαντικός, τότε ο διαχειριστής επέτυχε καλύτερη απόδοση από αυτήν που θα αναμέναμε με βάση τον συστηματικό κίνδυνο που ανέλαβε.

Εάν ο συντελεστής αυτός είναι στατιστικά ίσος με το μηδέν, τότε ο διαχειριστής επέτυχε την αναμενόμενη απόδοση, ενώ τέλος εάν ο συντελεστής άλφα είναι μικρότερος του μηδενός και στατιστικά σημαντικός, ο διαχειριστής επικρίνεται για τη διαχείρισή του.

* O Δείκτης Αποτελεσματικότητας κατά Sortino

Το Sortino ratio υπολογίζεται ως εξής: Rp-Rf/Sdown

όπου:
Rp είναι η πραγματοποιηθείσα απόδοση του Α/Κ
Rf είναι το επιτόκιο χωρίς κίνδυνο και
Sdown είναι η downside semi-standard deviation του Α/Κ

Αντί να χρησιμοποιεί την τυπική απόκλιση στον παρονομαστή, το Sortino ratio χρησιμοποιεί την downside semivariance. Αυτή είναι μια μέτρηση της απόκλισης της τιμής κάτω από μια ελάχιστη αποδεκτή τιμή. Χρησιμοποιώντας αυτή την αξία, το Sortino ratio επιβάλλει ποινή μόνο στην επιζήμια μεταβλητότητα. Είναι μια μέτρηση της απόδοσης ανά μονάδα κινδύνου on the downside.

Οι κινήσεις προς τα πάνω θεωρούνται επιθυμητές και δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν στη μεταβλητότητα. Αυτό το μέτρο επιτρέπει στους επενδυτές να αποτιμήσουν τον κίνδυνο με καλύτερο τρόπο από το να κοιτάζουν απλά τις υπερβάλλουσες αποδόσεις στον συνολικό κίνδυνο, αφού το μέτρο αυτό δεν λογαριάζει πόσο συχνά ανεβαίνει η τιμή του αξιογράφου εν αντιθέσει προς το πόσο συχνά πέφτει.  Ένα υψηλό Sortino ratio δείχνει μικρό κίνδυνο να πραγματοποιηθούν μεγάλες ζημιές.

Κεφάλαια που αναφέρουν το Sortino ratio είναι αυτά που έχουν την ελάχιστη ανεκτικότητα στον κίνδυνο. Σε αυτές τις περιπτώσεις το Sortino ratio μπορεί να παρουσιαστεί σαν φιλοφρόνηση σε μια επενδυτική θέση που δίνει έμφαση στο περιεχόμενο των ζημιών στο ελάχιστο.

To Sortino ratio είναι χρήσιμο σε περιπτώσεις όπου οι αποδόσεις του χαρτοφυλακίου δεν είναι κανονικά κατανεμημένες. Σε αυτές τις περιπτώσεις ένα καλύτερο μέτρο από την τυπική απόκλιση για τον κίνδυνο της επένδυσης είναι η downside semi-variance ή downside semi-standard deviation.

* Modigliani

Λόγω της δυσκολίας κατανόησης του Sharpe ratio από τον μέσο επενδυτή προτάθηκε ένα νέο μέτρο από τους Modigliani & Modigliani  το οποίο εκφράζεται ως εξής:

όπου: Rp-Rf/Sp x Sm
Rp η πραγματοποιηθείσα απόδοση της μετοχής
Rf το επιτόκιο χωρίς κίνδυνο
Sp  η τυπική απόκλιση της μετοχής
Sm η τυπική απόκλιση του δείκτη αναφοράς

Το μέτρο αυτό εκφράζει την πορεία ενός κεφαλαίου σε σχέση με την αγορά σε ποσοστιαίους όρους και θεωρήθηκε από τους Modigliani & Modigliani πιο εύκολο στην κατανόηση. Αν και οι Modigliani & Modigliani πρότειναν τη χρησιμοποίηση ενός ευρύ δείκτη αγοράς όπως ο S & P 500 μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άλλοι δείκτες αναφοράς για τον υπολογισμό του μέτρου αυτού.

Για ένα κεφάλαιο με οποιοδήποτε κίνδυνο και απόδοση το μέτρο αυτό είναι ισοδύναμο με την απόδοση που το κεφάλαιο θα είχε πετύχει αν είχε τον ίδιο κίνδυνο με αυτόν του δείκτη της αγοράς. Επομένως, το κεφάλαιο με το υψηλότερο Modigliani measure όπως και το κεφάλαιο με το υψηλότερο Sharpe ratio θα είχε την υψηλότερη απόδοση για οποιοδήποτε επίπεδο κινδύνου. Το γεγονός ότι το Modigliani measure εκφράζεται σε ποσοστιαίους όρους καθιστά πιο εύκολη την κατανόησή του από τους επενδυτές.

Το Modigliani measure έχει τον ίδιο περιορισμό με το Sharpe ratio όσον αφορά τη χρησιμοποίησή του από επενδυτές που δεν έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν μόχλευση στην επένδυση των αμοιβαίων κεφαλαίων τους.

- Πως θα επιλέξετε ένα επιτυχημένο Αμοιβαίο Κεφάλαιο;

Ενα πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο σημερινός επενδυτής, ο οποίος πλέον λειτουργεί σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, δεν είναι απλά η αγορά ενός Α/Κ, αλλά η επιλογή εκείνου του συνδυασμού των καλύτερων Αμοιβαίων Κεφαλαίων που θα ταιριάζει σε αυτόν.

Η επιλογή του κατάλληλου ή πιο σωστά του άριστου συνδυασμού των καταλληλότερων Αμοιβαίων Κεφαλαίων για έναν υποψήφιο επενδυτή είναι μία διαδικασία αρκετά πολύπλοκη αλλά σίγουρα αξίζει τον κόπο.

Ο σκοπός του τμήματος αυτού του κεφαλαίου είναι η παρουσίαση των βασικών κριτηρίων επιλογής και απόρριψης Α/Κ. Θα πρέπει να τονισθεί ότι η διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής Α/Κ (Fund Picking) απαιτεί εξειδικευμένες συμβουλές από οργανισμούς, οι οποίοι κατέχουν τη σχετική τεχνογνωσία.

Στο πρώτο στάδιο θα πρέπει οι επενδυτές να καταλάβουν τις βασικές τους ανάγκες, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί απαντώντας στα παρακάτω απλά ερωτήματα:

• Τι είδους απόδοση ζητά ο επενδυτής; Μερισματική ή κεφαλαιακή;
• Πόσο κίνδυνο προτίθεται να αναλάβει;
• Ποιος είναι ο επενδυτικός του ορίζοντας;
• Σε ποια φορολογική κλίμακα ανήκει; (για τις ΗΠΑ).
• Ποιες είναι οι ανάγκες του σε επίπεδο ρευστότητας; Μήπως χρειάζεται τακτικές μηνιαίες ή δεκαπενθήμερες πληρωμές; Kαι τέλος
• Υπάρχουν κάποιες ιδιαίτερες προσωπικές πεποιθήσεις; Μήπως επιθυμεί δηλαδή Α/Κ, τα οποία επενδύουν με βάση κάποιες οικολογικές αρχές;

Αφού έχουν καταγραφεί οι ανάγκες του επενδυτή απαντώντας στα παραπάνω ερωτήματα, το επόμενο βήμα είναι η ενδελεχής έρευνα εκείνων των Α/Κ που καλύπτουν τις προαναφερθείσες προυποθέσεις. Όπως είναι φυσικό στα πλαίσια ενός παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός Α/Κ που καλύπτει τα συγκεκριμένα κριτήρια. Η διαδικασία εύρεσης και επιλογής των καλύτερων Αμοιβαίων Κεφαλαίων από μία συγκεκριμένη κατηγορία, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, ονομάζεται Fund Picking.

Σύμφωνα με την διαδικασία αυτή επιχειρείται η εύρεση εκείνων των Α/Κ τα οποία αναμένεται να αποδώσουν στο μέλλον καλύτερα από τον μέσο όρο της κατηγορίας τους. Πρέπει να τονισθεί ότι η διαδικασία αυτή είναι ιδιαίτερα δύσκολη στον βαθμό που οι παρελθούσες επιδόσεις ενός Α/Κ δεν αποτελούν ένα αξιόπιστο δείκτη των μελλοντικών επιδόσεων του.

Για τον προσδιορισμό των κατάλληλων Αμοιβαίων Κεφαλαίων χρησιμοποιούνται συγκεκριμένα κριτήρια αξιολόγησης τα οποία μπορούν να χωρισθούν σε ποσοτικά (quantitative) και ποιοτικά (qualitative).

Ποσοτικά Κριτήρια Επιλογής Α/Κ

Επίδοση ( performance)

Το χρονικό διάστημα μεταξύ πέντε και δέκα ετών θεωρείται άριστο για την ανάλυση και την αξιολόγηση ενός αμοιβαίου κεφαλαίου. Ως ελάχιστη περίοδος αποτελεσματικής αξιολόγησης ενός Α/Κ θεωρείται η τριετία. Στοιχεία τα οποία στηρίζονται σε περιόδους μικρότερες των τριών ετών δεν θεωρούνται ικανά για την επιστημονική αξιολόγηση ενός Α/Κ, στον βαθμό που οι αποδόσεις του μπορούν να θεωρηθούν ως αποτέλεσμα της τύχης.

Κίνδυνος ( risk )

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει η χρησιμοποίηση των Χρηματοοικονομικών μαθηματικών μας επιτρέπει την ποσοτικοποίηση του κινδύνου των αμοιβαίων κεφαλαίων.

Η τυπική απόκλιση (standard deviation) του Α/Κ μετρά την έκταση στην οποία οι αποδόσεις του αποκλίνουν από την μέση του τιμή. Το πιο κοινό μέτρο που χρησιμοποιείται για την μέτρηση της απόδοσης προσαρμοσμένης στον κίνδυνο είναι ο λόγος του Sharpe. Ως γνωστόν ο λόγος αυτός υπολογίζεται απλά ως η διαφορά της απόδοσης του Α/Κ από το έντοκο γραμμάτιο του δημοσίου, δια της επικινδυνότητας του Α/Κ, όπως αυτή μετράται από την τυπική του απόκλιση.

Ο συντελεστής βήτα, είναι ένα άλλο μέτρο κινδύνου, το οποίο μετρά την σχετική μεταβλητότητα του Α/Κ ως προς έναν σχετικό δείκτη αναφοράς (benchmark). Ο συντελεστής βήτα μετρά τον κίνδυνο της αγοράς και ως εκ τούτου δείχνει την εξάρτηση του Α/Κ από την συγκεκριμένη χρηματιστηριακή αγορά. Ένα άλλο μέτρο που χρησιμοποιείται για την μέτρηση της απόδοσης του Α/Κ προσαρμοσμένης στον κίνδυνο, είναι ο λόγος του Treynor. Ο λόγος αυτός προκύπτει ως η διαφορά της απόδοσης του Α/Κ από το έντοκο γραμματιο του δημοσίου δια του συντελεστή βήτα του.

Όσο μεγαλύτερος είναι οι δείκτης Sharpe και Treynor ενός Α/Κ ως προς άλλα εξεταζόμενα Α/Κ  τόσο καλύτερα αξιολογείται το συγκεκριμένο  Αμοιβαίο Κεφάλαιο.

Αλλοι παράγοντες κινδύνου είναι ο συναλλαγματικός κίνδυνος (currency risk), ο κίνδυνος που προκύπτει από την επένδυση σε μία χώρα αποκλειστικά (country risk), καθώς και οι ειδικοί κίνδυνοι που προκύπτουν από την λειτουργία των επί μέρους εταιριών. Ως γνωστόν η εφαρμογή της σύγχρονης θεωρίας του χαρτοφυλακίου ελαχιστοποιεί την πλειοψηφία των ειδικών αυτών κινδύνων.

Ένας επιπλέον παράγοντας κινδύνου είναι ο κίνδυνος ρευστότητας (liquidity risk) της αγοράς, ο οποίος συνδέεται στενά με τις συνθήκες που επικρατούν στην χρηματιστηριακή αγορά. Χαρακτηρίζεται η αγορά από βάθος, πλάτος και επαρκή εμπορευσιμότητα, ώστε να επιτρέπει στα αξιόγραφα που διαπραγματεύονται να τιμολογούνται στις δίκαιες τιμές καθ’όλη την περίοδο; Μήπως υπάρχουν συγκεκριμένοι περιορισμοί στην αγορά τους οποίους πρέπει να γνωρίζουμε;

Στις επενδύσεις σταθερού εισοδήματος ( fixed rate investments ) οι πιο σημαντικοί κίνδυνοι είναι ο κίνδυνος απόδοσης και ο κίνδυνος διακύμανσης των επιτοκίων.

Θυμηθείτε ότι οι υψηλοί κίνδυνοι αποφέρουν μακροπρόθεσμα υψηλά κέρδη, αλλά παράλληλα έχουν τις ανεπιθύμητες τάσεις να δημιουργούν σημαντικές ζημίες σε πτωτικές αγορές. Η πρόσφατη εμπειρία της αποκλειστικής επένδυσης, τόσο απο ιδιώτες όσο και θεσμικούς, σε μετοχές του Χ.Α, πρέπει να αποτελέσει ένα διδακτικό παράδειγμα προς αποφυγήν.

Κόστη

Ιδιαίτερα σημαντικές πληροφορίες είναι τα διάφορα κόστη του Α/Κ. Επειδή τα έξοδα του Α/Κ μειώνουν την καθαρή απόδοση του, η ενημέρωση του επενδυτικού κοινού για τα έξοδα διαχείρισης , τα κόστη συναλλαγών κλπ. είναι ιδιαίτερης σπουδαιότητας. Τα κόστη εισόδου /εξόδου ή πιο γνωστά ως προμήθειες διάθεσης και εξαγοράς κυμαίνονται από Α/Κ σε Α/Κ της ιδίας κατηγορίας αλλά και από χώρα σε χώρα. Μάλιστα σε ορισμένες χώρες οι χρεώσεις των περισσότερων Α/Κ κυμαίνονται από 5-10%. Χαμηλά κόστη δεν σημαίνει κατ’ανάγκην καλύτερες αποδόσεις και αντίστροφα υψηλά κόστη δεν σημαίνει ότι αυτά θα έχουν τελικά αρνητική επίδραση στην απόδοση του αμοιβαίου. Όμως σε γενικές γραμμές έχει αποδειχθεί ότι υψηλές τιμές των δεικτών του expense ratio και του turnover ratio επηρεάζουν αρνητικά την τελική επίδοση του Α/Κ.

Τελικά αυτό που είναι σημαντικό για τον επενδυτή είναι η καθαρή απόδοση του Α/Κ προσαρμοσμένη στον κίνδυνο, αφού έχουν αφαιρεθεί όλων των ειδών τα κόστη.

Ποιοτικά Κριτήρια Επιλογής Α/Κ

Τα τρία βασικά ποιοτικά κριτήρια επιλογής αμοιβαίων κεφαλαίων είναι η αποτελεσματική οργάνωση της ΑΕΔΑΚ, η σωστή ή μη διάρθρωση της επενδυτικής διαδικασίας και τέλος η ποιότητα εξυπηρέτησης των μεριδιούχων.

Οργάνωση της ΑΕΔΑΚ

Για την αξιολόγηση της οργάνωσης μιας ΑΕΔΑΚ απαιτείται άμεση και προσωπική συζήτηση/έρευνα με το προσωπικό της εταιρίας,  η οποία θα αποκαλύψει εάν πληρούνται τα παρακάτω κριτήρια :

• η ποιότητα και η σταθερότητα της οργάνωσης της ΑΕΔΑΚ
• η διάρθρωση της ιδιοκτησίας της ΑΕΔΑΚ
• η εταιρική φιλοσοφία που την διέπει
• η εκπαίδευση και η ποιότητα της ομάδας των διαχειριστών των Α/Κ
• η προσωπική ηθική και ακεραιότητα των ανθρώπων – κλειδιά της ΑΕΔΑΚ

Επενδυτική διαδικασία

Η επενδυτική διαδικασία πρέπει να είναι διαρθρωμένη με ξεκάθαρους κανόνες και αντίστοιχες ευθύνες. Τα παρακάτω κριτήρια είναι ιδιαίτερης σπουδαιότητας :

• Ύπαρξη ξεκάθαρης επενδυτικής φιλοσοφίας.
• Η ύπαρξη κανόνων για λήψη των αποφάσεων.
• Αποτελεσματική χρηματοοικονομική ανάλυση.
• Αποτελεσματική επιλογή μετοχών.
• Κατάλληλη χρονική στιγμή τοποθέτησης.
• Αποτελεσματική μείωση και έλεγχος του κινδύνου της επένδυσης.

Τέλος τα κριτήρια αυτά πρέπει να έχουν τεθεί με συνέπεια και με έναν πειθαρχημένο τρόπο, ώστε  η αποτελεσματική εφαρμογή τους να φανεί στην τελική επίδοση του Α/Κ.

Ποιότητα Παροχής Υπηρεσιών

Με τον όρο ποιότητα παροχής υπηρεσιών εννοούμε την έγκαιρη παραγωγή εύκολα κατανοήσιμων αναφορών και αναλύσεων για τους μεριδιούχους. Επί πλέον πολλά Α/Κ παρέχουν πληροφορίες για τις τρέχουσες εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις.

Η ύπαρξη οικογένειας Α/Κ η οποία  προσφέρει διαφορετικού τύπου Α/Κ και η ευκολία μεταφοράς των  κεφαλαίων  τους από το ένα Α/Κ σε άλλο της ιδίας οικογενείας, είναι από τα θετικά εκείνα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπ’όψιν στην επιλογή ενός Α/Κ.

Κριτήρια Απόρριψης Αμοιβαίων Κεφαλαίων

Τα προαναφερθέντα κριτήρια επιλογής Α/Κ χρησιμοποιούνται για την επιλογή Α/Κ, αλλά ταυτόχρονα χρησιμοποιούνται συγκεκριμένα κριτήρια απόρριψης τους. Στη διαδικασία απόρριψης ενός Α/Κ λαμβάνονται υπ’όψιν :

• Οι συχνές αλλαγές των διαχειριστών 
• Οι μη ικανοποιητικές αποδόσεις του Α/Κ ως προς ένα χαρτοφυλάκιο αναφοράς ή σε σχέση με τους ανταγωνιστές του
• Παραβιάσεις των επενδυτικών κανονισμών ή ανήθικες ενέργειες και συμπεριφορές
• Μη ικανοποιητική ποιότητα παροχής υπηρεσιών
• Ασυνεπές και διαχρονικά μεταβαλλόμενο επενδυτικό ύφος (investment style)
• Μία  ξαφνική υπερβολική αύξηση ή μείωση  στο ενεργητικό των διαχειριζόμενων κεφαλαίων.

Συμπεράσματα

Η πολύπλοκη αυτή διαδικασία απαιτεί κατάλληλη τεχνογνωσία, υποδομή αλλά και απόλυτη ανεξαρτησία  ώστε να παρέχονται αμερόληπτες και αποτελεσματικές συμβουλές σε ένα διευρυμένο παγκοσμιοποιημένο επενδυτικό περιβάλλον.

- Δέκα εντολές για πετυχημένες επενδύσεις σε Α/Κ

Είναι χρήσιμο στο σημείο αυτό να καταγράψουμε τις “δέκα εντολές” για επιτυχημένες επενδύσεις σε Α/Κ, οι οποίες φαίνεται να ισχύουν ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου.

1. Να κατανοείς πάντα σε τί επενδύεις.
Μπορείς να χάσεις αρκετά χρήματα εάν επιλέξεις λανθασμένο είδος αμοιβαίου κεφαλαίου, σε σχέση με αυτό που πραγματικά ταιριάζει στο επενδυτικό σου προφίλ. Διάβασε προσεκτικά τα δωρεάν ενημερωτικά φυλλάδια που διανέμουν οι εταιρείες διαχείρισης σχετικά με τα Αμοιβαία Κεφάλαια που διαθέτουν, καθώς και τις ακολουθούμενες επενδυτικές στρατηγικές τους. Για πιο εξειδικευμένες ερωτήσεις μπορείς να απευθυνθείς στις ίδιες τις εταιρείες διαχείρισης.

2. Μη βιαστείς να αγοράσεις το πρώτο Αμοιβαίο Κεφάλαιο που σου φαίνεται ή σου λένε ότι είναι “καλό”.
Μη λαμβάνεις παρορμητικά τις επενδυτικές σου αποφάσεις. Πρέπει πρώτα να συγκεκριμενοποιήσεις τους επενδυτικούς σου στόχους, να αποφασίσεις πόσα επιθυμείς να κερδίσεις από την επένδυσή σου, ταυτόχρονα με το ποσό που μπορείς να ρισκάρεις.

3. Αγόραζε όταν οι τιμές των μετοχών είναι χαμηλά.
Η εντολή αυτή αφορά ιδιαίτερα τα μικτά και μετοχικά Αμοιβαία Κεφάλαια, στο βαθμό που υπάρχει ισχυρή εξάρτηση της πορείας της απόδοσής τους με αυτή της χρηματιστηριακής αγοράς.

4. Μη προσπαθήσεις να αποκομίσεις γρήγορα κέρδη.
Επένδυε πάντα μακροπρόθεσμα. Θα ήταν προτιμότερο να προγραμματίσεις την επένδυση σου σε ορισμένα είδη Αμοιβαίων Κεφαλαίων, τουλάχιστον για μια περίοδο πέντε έως δέκα ετών.

5. Ανέμιξε τις επενδύσεις σου.
Μπορείς να περιορίσεις τις δυσάρεστες συνέπειες απώλειας των χρημάτων σου, επενδύοντας σε διαφορετικά είδη Αμοιβαίων Κεφαλαίων.

6. Επένδυε τακτικά με κάθε πληρωμή σου, πριν να σου δοθεί η ευκαιρία να ξοδέψεις όλα τα χρήματά σου.
Μπορείς με αυτόν τον τρόπο να σχηματίσεις σταδιακά ένα κεφάλαιο μεγάλης αξίας, ιδιαίτερα χρήσιμο για την περίοδο συνταξιοδότησης σου.

7. Ασχολήσου με τις επενδύσεις σου.
Αφού αποφασίσεις πόσα χρήματα χρειάζεσαι και μέχρι πότε, όπως και πόσα είσαι διατεθειμένος να χάσεις, ψάξε τις καλύτερες εναλλακτικές επενδύσεις που ανταποκρίνονται στον επενδυτικό σου στόχο. Στη συνέχεια παρακολούθησε την εξέλιξη της επένδυσης σου, αλλά και των υπολοίπων ομοειδών Α/Κ, από τις οικονομικές στήλες του ημερήσιου τύπου.

8. Απέφυγε την πληρωμή υψηλών προμηθειών.
Με τη διεύρυνση του θεσμού και την παράλληλη αποδοχή του από το ευρύ επενδυτικό κοινό, οι εταιρείες διαχείρισης υιοθετούν όλο και μικρότερα ποσοστά προμηθειών.

9. Βεβαιώσου ότι το Αμοιβαίο Κεφάλαιο που έχεις επιλέξει, εξασφαλίζει ικανοποιητική απόδοση, ούτως ώστε η απόδοση που λαμβάνεις να ακολουθεί την πορεία των τιμών.
Η ποσοστιαία απόδοση της επένδυσής σου θα πρέπει να υπερβαίνει τουλάχιστον το ποσοστό του πληθωρισμού που επικρατεί στην εγχώρια οικονομία και να αυξάνει την πραγματική αξία των χρημάτων σου.

10. Να γνωρίζεις πότε πρέπει να πουλήσεις τα μερίδιά σου
Προσπάθησε να εκτιμήσεις την πορεία του Αμοιβαίου Κεφαλαίου, στο οποίο έχεις επενδύσει, συγκριτικά με την πορεία των επιτοκίων και των τιμών των μετοχών, κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να γνωρίζεις πότε πρέπει να “απαλλαγείς” από τα μερίδια ενός Α/Κ, ή να τα μεταφέρεις σε άλλη κατηγορία, αποφεύγοντας την παραμονή σου σε ένα Αμοιβαίο Κεφάλαιο που ακολουθεί σταθερή πτωτική πορεία.

Asset Μanagement

VIDEO Επιλεγμένο Video