Υπολογίζοντας κέρδη και αξία

Ορισμένοι επενδυτές και αναλυτές έχουν απογοητευτεί από τη χρησιμότητα των κερδών ανά μετοχή και των μερισμάτων προκειμένου να προσδιοριστεί η κερδοφορία μια επιχείρησης και η αξία των μετοχών.

Νέες προσεγγίσεις για μέτρηση κέρδους και αξίας

EV, EVA και EBITDA

- Αποσβέσεις και EBITDA

- Αξία επιχείρησης

- Αξία επιχείρησης προς EBITDA

- Προστιθέμενη οικονομική αξία

- Μειονεκτήματα

Ορισμένοι επενδυτές και αναλυτές έχουν απογοητευτεί από τη χρησιμότητα των κερδών ανά μετοχή και των μερισμάτων προκειμένου να προσδιοριστεί η κερδοφορία μια επιχείρησης και η αξία των μετοχών. Τα κέρδη ανά μετοχή δέχονται κάποιες φορές κριτική για το πόσο εύκολο είναι να χειραγωγηθούν από τις εταιρίες. Θεωρείται ακόμη ότι περιλαμβάνουν πάρα πολλές άχρηστες πληροφορίες - ειδικά για εκείνους που ενδιαφέρονται για το μέλλον - όπως οι επενδυτές.

Αμφιβολίες ακόμη εγείρονται για το κατά πόσο η τιμή της μετοχής - ή το σύνολο της κεφαλαιοποίησης - λέει αρκετά για το μέγεθος μιας επιχείρησης (όντως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, καθώς αμφότερα σχετίζονται με εκτιμήσεις για την παρούσα αξία των μελλοντικών αποδόσεων των μετόχων, που δεν είναι το ίδιο πράγμα. Το μέγεθος μπορεί να μετρηθεί με βάση το απασχολούμενο κεφάλαιο, τον κύκλο εργασιών ή το απασχολούμενο προσωπικό και σπανιότερα με βάση τα μερίσματα) . Άλλωστε οι περισσότερες εταιρίες συγκεντρώνουν ξένα κεφάλαια από δανεισμό και ίδια από τους μετόχους. Επιπρόσθετα, οι τιμές των μετοχών δεν είναι απαραίτητα στενά συσχετισμένες με στοιχεία ενεργητικού που κρατούνται στην  επιχείρηση και τα οποία οι διοικούντες καλούνται να διαχειριστούν.

Με άλλα λόγια, και οι δύο παράμετροι του υπολογισμού του πολλαπλασιαστή κερδών, (του λεγόμενου P/E), δηλαδή τα κέρδη ανά μετοχή που μετρούν την κερδοφορία και η τιμή της μετοχής που μετρά το μέγεθος, είναι υπό αμφισβήτηση. Στη θέση των «συμβατικών» κερδών ανά μετοχή, οι επενδυτές συμβουλεύονται όλο και συχνότερα τα Κέρδη Προ Τόκων Φόρων και Αποσβέσεων και Αποσβέσεων άυλων στοιχείων ενεργητικού (EBITDA).

Το επιχείρημα υπέρ των EBITDA είναι ότι σε βοηθούν να συγκρίνεις την επίδοση εταιριών που υπόκεινται σε διαφορετική λογιστική αντιμετώπιση των αποσβέσεων και ίσως υπάγονται σε διαφορετικό επιτοκιακό καθεστώς ή έχουν διαφορετική κεφαλαιακή διάρθρωση. Αν η εταιρία Α έχει 100 εκατ. ευρώ από κεφάλαια μετόχων και 10 εκατ. ευρώ χρέους, τα κέρδη προ φόρων της θα είναι πολύ υψηλότερα από της εταιρίας Β που παράγει και πουλά παρόμοια προϊόντα σε παρόμοιες τιμές, αλλά έχει 50 εκατ. ευρώ από κεφάλαια μετόχων και 60 εκατ. χρέους. Τα μερίσματα υπολογίζονται μετά από τους φόρους, ενώ οι τόκοι υπολογίζονται πριν από αυτούς.

Αποσβέσεις, Αποσβέσεις άυλων στοιχείων ενεργητικού και EBITDA

Πριν καταπιαστούμε με τα EBITDA, ας δούμε δύο συγγενικές έννοιες που διαφέρουν από αυτά: τις αποσβέσεις (depreciation) και τις αποσβέσεις άυλων στοιχείων ενεργητικού (amortization).
Οι χρεώσεις αποσβέσεων προκύπτουν κατόπιν της επένδυσης που πραγματοποιεί μια εταιρία σε εργοστάσιο ή σε εξοπλισμό και πιθανόν να γίνουν καλύτερα κατανοητές μέσω ενός παραδείγματος. Φανταστείτε ότι μια εταιρία ξοδεύει 10 εκατ. ευρώ σε ένα καινούριο εργοστάσιο. Σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες, το εργοστάσιο αυτό θεωρείται ότι έχει ορισμένη διάρκεια χρήσης. Επί παραδείγματι 20 χρόνια. Οι χρεώσεις απόσβεσης που θα εμφανίζονται στους ισολογισμούς για τα επόμενα 20 χρόνια θα είναι της τάξης των 500.000 ευρώ ανά έτος.

Η λογιστική αρχή που διέπει τις χρεώσεις απόσβεσης είναι ότι τα κόστη και τα κέρδη πρέπει να υπολογίζονται ταυτόχρονα και μάλιστα στην ίδια χρονική περίοδο που και τα μεν και τα δε πραγματοποιούνται. Άλλωστε, αφού ελπίζεται πως το εργοστάσιο θα παράγει κέρδη στη διάρκεια της ζωής του, δεν πρέπει και τα αντίστοιχα κόστη να υπολογίζονται παράλληλα με τα κέρδη που θα παράγονται;

Η απόσβεση άυλων στοιχείων ενεργητικού ("amortization") είναι μια λογιστική έννοια παρόμοια με την απόσβεση, με τη λογική ότι «διασπείρει» τα κόστη σε διάφορες χρονικές περιόδους. Εχει εφαρμογή σε νομισματικά και άυλα περιουσιακά στοιχεία όπως είναι οι εκμισθώσεις ιδιοκτησιών και οι ευρεσιτεχνίες. Η απόσβεση της φήμης και της πελατείας του λεγόμενου «αέρα»  (ή «goodwill») δεν παίζει σημαντικό ρόλο στα βασικά μεγέθη που αποτυπώνουν τα κέρδη.

Το "goodwill" προκύπτει όταν μια εταιρία εξαγοράζει μια άλλη και - πάλι - εξηγείται καλύτερα με παράδειγμα. Φανταστείτε ότι μια εταιρεία ξοδεύει 20 εκατ. ευρώ για την απόκτηση μιας ανταγωνίστριάς της. Φανταστείτε ακόμη ότι η αξία των φυσικών στοιχείων ενεργητικού της αγορασθείσας εταιρίας είναι μόνο 15 εκατ. ευρώ.

Η εξαγοράζουσα εταιρία είναι πρόθυμη να πληρώσει περισσότερο από την ονομαστική αξία, καθώς εξαγοράζει επιπλέον άυλα στοιχεία όπως είναι η εξειδίκευση του προσωπικού, η ισχυρή θέση στην αγορά και οι υγιείς σχέσεις με τους πελάτες και τους προμηθευτές. Το «πρόσθετο» μέρος της εξαγοράς ονομάζεται "goodwill".

Οι λογιστές θεωρούν ότι όπως ένα υλικό στοιχείο ενεργητικού αποσβένυται με το χρόνο, έτσι και το "goodwill" έχει πεπερασμένη ζωή. Το κόστος της απόκτησης του "goodwill" λοιπόν αποσβένυται προϊόντος του χρόνου. Η χρονική περίοδος της απόσβεσης καθορίζεται ανάλογα με το λογιστικό σύστημα.

Ορισμένοι προτιμούν να αγνοούν τις αποσβέσεις και τις αποσβέσεις άυλων στοιχείων ενεργητικού, αφού τα στοιχεία αυτά μπορεί να θεωρηθεί ότι δυσχεραίνουν την παρακολούθηση της εμπορικής κερδοφορίας της συγκεκριμένης επιχείρησης.

Τα EBITDA μαρτυρούν περισσότερα για τις ταμειακές ροές των εταιριών και μολονότι οι δύο αυτές έννοιες δεν ταυτίζονται, θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα EBITDA καθιστούν τους επενδυτές ικανότερους στο να προσδιορίσουν τις εμπορικές επιδόσεις μιας  επιχείρησης.

Αξία επιχείρησης («EV»)

Όπως το «συμβατικό» στοιχείο των κερδών ανά μετοχή θεωρείται από πολλούς ξεπερασμένο, έτσι και το μέγεθος της αγοραίας κεφαλαιοποίησης δέχεται κριτική. Η κεφαλαιοποίηση που συχνά θεωρείται ότι αντιστοιχεί στην τρέχουσα αξία ή στο μέγεθος της επιχείρησης δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη το στοιχείο του χρέους. Αφού όμως οι επιχειρήσεις είναι θεμελιωμένες στο δανεισμό και τα κέρδη, είναι σωστό να λαμβάνουμε υπόψη και το χρέος στους υπολογισμούς για το πόσο μεγάλη είναι μια εταιρία.

Το μέγεθος της αξίας της επιχείρησης σκοπεύει να κάνει ακριβώς αυτό. Η αξία της επιχείρησης είναι το σύνολο της αγοραίας κεφαλαιοποίησης και του καθαρού χρέους. Μπορεί να φαίνεται δύσκολο να κατανοηθεί το ότι τα δύο αυτά στοιχεία προστίθενται, αφού το χρέος είναι συνήθως κάτι αρνητικό. Στην περίπτωση αυτή όμως σκοπός είναι να υπολογιστεί η συνολική οικονομική κατάσταση της επιχείρησης, οπότε τα δύο αυτά συνδυάζονται. Αν υποθέσουμε ότι ένας αγοραστής με αρκετό ρευστό αγοράσει μια εταιρία, η αξία επιχείρησης θα αντιστοιχεί στα χρήματα που θα δώσει για την αγορά των μετοχών της εταιρίας συν αυτά που θα καταβάλει για να αποπληρώσει τα χρέη της.

Κατά τον ίδιο τρόπο αν μια εταιρία έχει στην κατοχή της ρευστά διαθέσιμα, αυτά αφαιρούνται από την αγοραία κεφαλαιοποίηση προκειμένου να προκύψει η αξία της επιχείρησης. Τα ρευστά διαθέσιμα είναι μεν συνιστώσες της οικονομικής θέσης που όμως - πέραν των καθημερινών εξόδων που έχει ένα γραφείο για να λειτουργήσει - δεν χρησιμοποιούνται από την επιχείρηση.

Αξία επιχείρησης προς EBITDA (EV/EBITDA)

Με την αντικατάσταση των κερδών ανά μετοχή με τα EBITDA (ή τα EBITDA αν διαιρέσουμε το ποσό με τον αριθμό των μετοχών που έχουν εκδοθεί) και την τιμή της μετοχής με την αξία επιχείρησης (ή την αξία επιχείρησης ανά μετοχή) οι επενδυτές μπορούν να έχουν μια «ανταγωνιστική» του λόγου τιμής / κέρδη αποτίμηση.

Απόδοση Κεφαλαίου (Return on Capital) και Προστιθέμενη Οικονομική Αξία

Μια άλλη μέτρηση των επιδόσεων της εταιρικής κερδοφορίας είναι η Απόδοση Απασχολούμενων Κεφαλαίων (ROCE). Το μέγεθος αυτό εκφράζεται σε ποσοστιαία βάση. Από την άλλη, η Προστιθέμενη Οικονομική Αξία ("Economic Value Added") και το Οικονομικό Κέρδος είναι μεγέθη απόλυτα που οποίων θα αφορούν ποσά σε ευρώ.

Τα μεγέθη αυτά είναι χρήσιμα γιατί μπορούν, όπως και η Αξία Επιχείρησης να αξιολογήσουν καλύτερα το δανεισμένο χρήμα που χρησιμοποιεί μια επιχείρηση. Επειδή όμως η τιμή της μετοχής δεν συμπεριλαμβάνεται στην εξίσωση, χρησιμεύουν περισσότερο στον προσδιορισμό της ισχύος μια επιχείρησης, παρά στον υπολογισμό της χρηματικής αξίας ενός συγκεκριμένου μετοχικού τίτλου.

Για να οριστούν η Απόδοση Απασχολούμενων Κεφαλαίων, η Προστιθέμενη Οικονομική Αξία και το Οικονομικό Κέρδος, οι επενδυτές πρέπει πρώτα να καταλάβουν το τι είναι το απασχολούμενο κεφάλαιο. Το απασχολούμενο κεφάλαιο, από λογιστικής πλευράς, είναι ισότιμο με το άθροισμα των περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης και του καθαρού χρέους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχουν μακροχρόνιες υποχρεώσεις ή προβλέψεις. Το νούμερο των περιουσιακών στοιχείων εμφανίζεται στον ισολογισμό και (ασχέτως των δικαιωμάτων μειοψηφίας) είναι ίδιο με τα κεφάλαια που παρείχαν οι κάτοχοι μετοχών.

Οι εταιρίες δημοσιεύουν επίσης στον ισολογισμό τους και τους αριθμούς του καθαρού χρέους. Το απασχολούμενο κεφάλαιο περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται διαρκώς από την επιχείρηση. Περιλαμβάνει τα πάγια στοιχεία- γη, κτίρια, μηχανολογικό εξοπλισμό (το οχήματα κατατάσσονται στα πάγια, καθώς χρησιμοποιούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα, αν και κινούμενα) και επενδύσεις. Αποτελεί συνήθη λογιστική πρακτική να υπολογίζονται μόνο κατά ανάλογη ποσόστωση τα περιουσιακά στοιχεία άλλων εταιριών («σχετιζόμενων εταιριών») στα οποία η επιχείρηση έχει σημαντικό, αλλά όχι πλειοψηφικό ποσοστό και μόνο - σε επίσης ανάλογο ποσοστό - τα καθαρά κέρδη των σχετιζόμενων εταιριών. Τα τρέχοντα περιουσιακά στοιχεία, είναι περιουσιακά στοιχεία που ενυπάρχουν στην επιχείρηση, είναι αποθέματα και οφειλές και λιγότερο πιστωτές και ρευστά. Οι περισσότερες επιχειρήσεις πάντα θα έχουν απόθεμα υλικών, έργα σε εξέλιξη και ολοκληρωμένα αγαθά προς πώληση ή προς μεταπώληση, αν και τα μεμονωμένα στοιχεία που αποτελούν το απόθεμα θα αλλάζουν διαρκώς.

Είναι συχνά ευκολότερο κάνοντας τις πράξεις για να υπολογίσεις το απασχολούμενο κεφάλαιο, να προσθέτεις το ποσό των χρημάτων που έχει επενδυθεί στην εταιρία (συμπεριλαμβανομένων των κερδών που επανεπενδύθηκαν) ή αυτών που έχει αυτή δανειστεί για να χρηματοδοτήσει δραστηριότητες συν τις μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις, όπως επί παραδείγματι αυτές προς κάποιον πιστωτή που δεν υπάρχει ανάγκη να εξοφληθεί για περισσότερο από ένα χρόνο και τα κεφάλαια του οποίου απασχολούνται στο μεταξύ από την εταιρία.

Προκειμένου να μετρηθεί η απόδοση των απασχολούμενων κεφαλαίων, τα κέρδη που προέκυψαν από τα κεφάλαια διαιρούνται με το απασχολούμενο κεφάλαιο. Όμως το να διαιρέσεις τα κέρδη προ φόρων μετά τόκων με το απασχολούμενο κεφάλαιο συμπεριλαμβανομένου του χρέους θα είχε ως αποτέλεσμα να διπλοϋπολογίσεις την επιτοκιακή επιβάρυνση.

Το ίδιο άσκοπη θα ήταν μια διαίρεση των λειτουργικών κερδών με το ποσό απασχολούμενου κεφαλαίου που περιλαμβάνει αρκετά εκατομμύρια ευρώ ρευστού ή την αξία των επενδύσεων σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις. H απόδοση του μετοχικού κεφαλαίου (ROE) υπολογίζεται μετά τους τόκους και τους φόρους ως κέρδος διανεμόμενο στους μετόχους (καθαρό κέρδος), διαιρούμενο με τα κεφάλαια που έχουν συνεισφέρει οι κάτοχοι κοινών και προνομιούχων μετοχών. Η Απόδοση του Απασχολούμενου Κεφαλαίου (ROCE) κανονικά υπολογίζεται προ φόρων και προ τόκων. Στο στάδιο των «αρχαρίων» και για λόγος απλότητας, η απόδοση απασχολούμενου κεφαλαίου ορίζεται ως τα κέρδη προ φόρων και τόκων, διαιρούμενων με το απασχολούμενο κεφάλαιο.

Η Προστιθέμενη Οικονομική Αξία ή το Οικονομικό Κέρδος εισάγουν στην εξίσωσή μας το κόστος του κεφαλαίου και θωρείται από αρκετούς αναλυτές ότι παρέχουν την ακριβέστερη εικόνα της βασικής κερδοφορίας. Η Προστιθέμενη Αξία Επιχείρησης είναι τα κέρδη που παρήχθησαν από την εταιρία καθ’ υπερβολή του κόστους κεφαλαίου. Καλύτερος ίσως ορισμός θα ήταν ο εξής: Είναι τα κέρδη που παρήχθησαν καθ’ υπερβολή του εναλλακτικού κόστους. Του τι δηλαδή τυχόν θα ανέμεναν οι επενδυτές από μια άλλη πιθανή στέγη των κεφαλαίων τους.

Για να υπολογιστεί η Απόδοση Απασχολούμενου Κεφαλαίου, το νούμερο του απασχολούμενου κεφαλαίου διαιρείται με τα κέρδη. Οποιουδήποτε είδους κέρδη μπορούν να χρησιμεύσουν: λειτουργικά, προ φόρων, μετά φόρων. Όπως είπαμε, στο στάδιο των «αρχαρίων» και για λόγος απλότητας, η απόδοση απασχολούμενου κεφαλαίου ορίζεται ως τα κέρδη προ φόρων και τόκων, διαιρούμενων με το απασχολούμενο κεφάλαιο. Επειδή ο τόκος του χρέους αφαιρείται από τα κέρδη μιας επιχείρησης προτού αφαιρεθούν οι φόροι, η ακριβής μορφή κέρδους που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση αυτή είναι τα καθαρά λειτουργικά κέρδη μετά από φόρους. Αυτό υπολογίζεται αν πολλαπλασιάσουμε τα λειτουργικά κέρδη (συμπεριλαμβανομένων και των αποσβέσεων, όπως και των αποσβέσεων άυλων στοιχείων ενεργητικού - "depreciation and amortization") με το ποσοστό της φορολογικής επιβάρυνσης. Προκειμένου να φτάσει κανείς σε ποσοστό Απόδοσης Απασχολούμενου Κεφαλαίου πρέπει τώρα να διαιρέσει τα καθαρά λειτουργικά κέρδη μετά από φόρους με το απασχολούμενο κεφάλαιο και να πολλαπλασιάσει με το 100/1.

Επιστρέφοντας στον υπολογισμό της Προστιθέμενης Οικονομικής Αξίας, θα λέγαμε ότι αν το απασχολούμενο κεφάλαιο μιας επιχείρησης πολλαπλασιαστεί με το ποσοστιαίο κόστος κεφαλαίου, το αποτέλεσμα είναι η ετήσια επιβάρυνση του κεφαλαίου. Αφαιρέστε τον αριθμό αυτό από τα καθαρά λειτουργικά κέρδη και έχετε την Προστιθέμενη Αξία Επιχείρησης ή το Οικονομικό Κέρδος.

Ενδοιασμοί

Οι παλαιότεροι επενδυτές ανησυχούν για μεγέθη αυτά που ονομάζονται «καινούργια». Οι καιροί αλλάζουν, λένε, οι αξίες όμως όχι.

Οι κυνικοί άλλωστε παρατηρούν πως οι νέες τεχνικές αποτίμησης είναι συμπτώματα μιας μη διατηρήσιμης ανόδου των αγορών. Οι νέες αυτές τεχνικές, λένε, επινοήθηκαν για να δικαιολογήσουν αποτιμήσεις που δεν θα μπορούσαν να υποστηριχθούν από τις καθιερωμένες μεθόδους. Τα νούμερα των κερδών είθισται να φουσκώνονται με την παραγνώριση των αποσβέσεων και των αποσβέσεων άυλων κεφαλαίων. Μεγάλος αριθμός παραδειγμάτων χρήσης των νέων τεχνικών μέτρησης φαίνεται να σχεδιάστηκε για να μεταφέρει αξία από τον επενδυτή σε εκείνους που διαθέτουν μετοχές ή και στους δύο.

Ο Neil Collins, ο εκδότης της Daily Telegraph έγραφε σχετικά τον Αύγουστο του 1999:«Τα κέρδη προ φόρων τόκων και αποσβέσεων είναι το μέτρο σύγκρισης που χρησιμοποιεί κάθε μοδάτος τραπεζίτης σήμερα, μιας και καμιάς επιχείρησης τα κέρδη δεν εντυπωσιάζουν».

Είναι καθαρά θέμα γνώμης. Ωστόσο, μια δυσκολία - «κλειδί» των νέων τεχνικών υπολογισμού της αξίας είναι η συγκρισιμότητα. Οι περιστάσεις υπονοούν πως μπορεί να πρέπει διαφορετικές εταιρίες να αποσβένουν άυλο και μη άυλο ενεργητικό με διαφορετικούς τρόπους. Ακόμα και μικρές όμως αλλαγές μπορούν να ευθύνονται για σημαντικές διαφορές. Είναι επίσης εύκολο να υποθέσουμε ότι ο καλύτερος τρόπος δράσης είναι να αγνοήσουμε τα έκτακτα κέρδη ή έξοδα, όπως και τα κόστη αποσβέσεων.

Ωστόσο οι επενδυτές πρέπει να κατανοήσουν ότι τα στοιχεία αυτά είναι σημαντικά. Μπορεί να προσθέσουν ή να μην προσθέσουν ταμειακές ροές σε μια χρήση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συμμετείχαν ποτέ στις δαπάνες ρευστών. Το αντίθετο μάλιστα. Και η επίδραση αυτή πρέπει να συνυπολογίζεται.

Το ίδιο συμβαίνει με το απασχολούμενο κεφάλαιο. Είναι δύσκολο για τους επενδυτές να είναι σίγουροι ότι τα μεγέθη αυτά είναι συγκρίσιμα ανάμεσα σε δύο εταιρίες. Είναι αρκετά δυσχερές προκειμένου για εταιρίες που μετέχουν στον ίδιο επιχειρηματικό κλάδο και τα προβλήματα είναι ακόμη μεγαλύτερα για εταιρίες διαφορετικής δραστηριότητας, με διαφορετικές απαιτήσεις κεφαλαίου και διαφορετικές υποχρεώσεις αποσβέσεων.

Όταν πρόκειται για απασχολούμενο κεφάλαιο και υπολογισμό της Αξίας της Επιχείρησης ο υπολογισμός του χρέους συμμετέχει στην εξίσωση που μας δίνει την αξία. Με τη σύγκριση δε διαφορετικών χρονικών περιόδων, ασφαλώς λαμβάνουμε καλύτερης ποιότητας εικόνα για τις επιδόσεις της εταιρίας. Αλλά οι περισσότεροι επενδυτές δεν αγοράζουν το συνδυασμό χρέους και καθαρής θέσης, αλλά μόνο την καθαρή θέση. Θέλουν να ξέρουν την αξία της καθαρής θέσης όχι της καθαρής θέσης και του χρέους. Λαμβάνουν το χρέος υπόψη χρησιμοποιώντας τα κέρδη μετά από φόρους, γιατί το μέγεθος αυτό- βάσει του οποίου μετρώνται τα κέρδη ανά μετοχή- έπεται της πληρωμής των τόκων. Επιπρόσθετα, διαφορετική προσέγγιση της αξίας της τιμής μιας μετοχής μπορεί να γίνει σε συσχετισμό με το απόλυτο ποσό χρέους ή την ποσοστιαία μόχλευση που παρουσιάζει.

Τα «συμβατικά» κέρδη ανά μετοχή και οι δείκτες μερισματικών αποδόσεων παρουσιάζουν ατέλειες στον τρόπο υπολογισμού και στον τρόπο σύγκρισης. Το προσόν τους είναι ότι κινούνται σε περισσότερο οικείο χώρο έναντι των νεότερων τεχνικών.

Οι καθιερωμένες μέθοδοι έχουν το πλεονέκτημα της οικειότητας. Ακόμα και σχετικά πρόσφατοι επενδυτές ξέρουν ότι ο λόγος P/E κινείται γενικά στο εύρος 10 με 30, επειδή εκεί βρίσκονταν - με μερικές εξαιρέσεις - στο μεγαλύτερο διάστημα της πρόσφατης ιστορίας και επειδή μπορούν σύμφωνα με τη γνώση τους αυτή να ερμηνεύσουν καλύτερα  το τι σημαίνουν οι συγκεκριμένοι πολλαπλασιαστές. Δεν είναι σπάνιο, κυρίως σε έντυπα του εξωτερικού, αρκετοί από τους πολλαπλασιαστές αυτούς να δημοσιεύονται δίπλα στις τιμές των μετοχών εταιριών ή εκεί να συναντά κανείς και τους μέσους όρους ολόκληρων κλάδων.

Οι παλαιοί λοιπόν αυτοί δείκτες είναι οι ευρύτερα χρησιμοποιούμενοι από τους επενδυτές. Η λογική ωστόσο επιτάσσει οι επενδυτές να εξετάζουν τις επενδυτικές πιθανότητες από όσο το δυνατόν περισσότερες οπτικές γωνίες. Οι καλύτερες αποφάσεις προκύπτουν μάλλον από τη σύνθεση όλων των πιθανών δεδομένων, παρά από το ποντάρισμα όλων των ελπίδων και των προσδοκιών σε ένα και μόνο μαγικό αριθμό.

Τύποι

- Αξία Επιχείρησης
   = Κεφαλαιοποίηση + καθαρό χρέος

- Καθαρό λειτουργικό κέρδος μετά από φόρους
   = λειτουργικά κέρδη X (1 - φορολογικές χρεώσεις / 100)

                                                                               καθαρά κέρδη προ φόρων και τόκων
- Απόδοση Απασχολούμενου Κεφαλ. (ROCE) =   ---------------------------------------------
                                                                                       απασχολούμενο κεφάλαιο

- Κεφαλαιακές χρεώσεις
   = απασχολούμενο κεφάλαιο X ποσοστιαίο κόστος κεφαλαίου

- Προστιθέμενη Οικονομική Αξία
   = Κέρδη - κόστος κεφαλαίου

Asset Μanagement

VIDEO Επιλεγμένο Video