Οι επτά ελληνικές άμυνες στη δύσκολη διεθνή συγκυρία
Τα σενάρια που επεξεργάζονται αναλυτές και επιχειρηματίες για την επόμενη μέρα στην ελληνική οικονομία και τις επιχειρήσεις. Το αναπτυξιακό αφήγημα με αιχμή το κοινοτικό χρήμα και τον τουρισμό, οι «μαύροι χρησμοί» και το κρίσιμο ερώτημα.
Οι μετοχές στο Χρηματιστήριο της Αθήνας είναι έντονα υποτιμημένες, στον βαθμό που η διεθνής συγκυρία δεν θα ανατρέψει το αναπτυξιακό αφήγημα της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα πέντε χρόνια.
Αυτό υποστηρίζουν αναλυτές και επιχειρηματίες, συμπληρώνοντας πως το Χ.Α. δεν φοβάται το σενάριο μιας μερικής επιβράδυνσης της εγχώριας οικονομίας από το φθινόπωρο του 2022 έως και το 2023, αλλά μια εξέλιξη που θα οδηγήσει σε περιβάλλον παρατεταμένου στασιμοπληθωρισμού, ικανού να διαψεύσει τις προβλέψεις για ένα μέσο ετήσιο ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ 2%-3% κατά την επόμενη τετραετία.
Ωστόσο, μεγαλύτερη ορατότητα γι’ αυτό αναμένεται να υπάρξει το προσεχές φθινόπωρο, όταν θα έχει περάσει η ισχυρή στήριξη που θα δώσει φέτος ο τουρισμός στην ελληνική οικονομία και όταν θα έχουμε μια καλύτερη εικόνα σχετικά με τις διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις και το πόσο τελικά θα επηρεάσουν τις τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών. Μέχρι τότε, τα μεγάλα φετινά μερίσματα και τα υψηλά αναμενόμενα εταιρικά κέρδη του πρώτου εξαμήνου των εισηγμένων εταιρειών πολύ πιθανόν να μην είναι ικανά να καθησυχάσουν τους φόβους των επενδυτών.
Από την πλευρά της, πάντως, η ελληνική οικονομία έτρεξε με ένα εντυπωσιακό +7% στο πρώτο τρίμηνο, περιμένει πολλά από τον εισερχόμενο τουρισμό μέσα στο καλοκαίρι και επιπλέον διαθέτει «επτά άμυνες» σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία της βαθιάς κρίσης.
Κατά πόσο μπορούν οι επενδυτές να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους, όταν ακούνε την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ να δηλώνει πως «οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα έχουν αυξηθεί αισθητά από την αρχή του τρέχοντος έτους» και -το κυριότερο- ότι «ενώ η διόρθωση στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων ήταν μέχρι στιγμής… τακτική, ο κίνδυνος περαιτέρω και πιθανώς απότομης πτώσης των τιμών των περιουσιακών στοιχείων παραμένει σοβαρός»; Και μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο που το φθινόπωρο του 2021 μιλούσε για έναν πληθωρισμό που θα άρχιζε να υποχωρεί είτε από τα τέλη της περσινής χρονιάς, είτε μετά το πρώτο φετινό τρίμηνο…
Σε παρόμοιο πλαίσιο κινούνται και οι εκτιμήσεις της Goldman Sachs, με τον γνωστό οίκο να σημειώνει πως «θα λέγαμε ότι έχουμε ακόμη δρόμο μπροστά μας, ιδίως όσον αφορά την τιμολόγηση των δυνητικά υψηλότερων τελικών επιτοκίων στις αγορές ομολόγων. Ακόμη κι αν τελικά οι αποδόσεις δεν αυξηθούν πολύ περισσότερο, φαίνεται πιθανό ότι οι αγορές θα τιμολογήσουν τουλάχιστον τον κίνδυνο ότι θα το κάνουν πριν δούμε μια πραγματική ανάκαμψη. Οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες στις ΗΠΑ έχουν αυστηροποιηθεί γρήγορα, αλλά δεν είναι αυστηρές με βάση τα ιστορικά πρότυπα. Αυτό υποδηλώνει είτε ότι τα επιτόκια πρέπει να αυξηθούν περαιτέρω είτε ότι οι αγορές πρέπει να τιμολογήσουν αυτόν τον κίνδυνο (και να μειώσουν περαιτέρω τα επιτόκια), γεγονός που θα σφίξει ούτως ή άλλως τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες».
Κλίμα φόβου επίσης προκαλεί και η ανακοίνωση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ). ο οποίος προειδοποιεί την Ευρώπη πως πρέπει να προετοιμαστεί άμεσα για την πλήρη διακοπή των εξαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου αυτόν τον χειμώνα, προτρέποντας τις κυβερνήσεις να λάβουν μέτρα για να μειώσουν τη ζήτηση και να διατηρήσουν ανοιχτούς τους παλιούς πυρηνικούς σταθμούς.
Ο μεγάλος κίνδυνος
Είναι προφανές ότι 12 μήνες μετά το ξεκίνημα της ξέφρενης πορείας των ναύλων, του ενεργειακού κόστους και των πρώτων υλών, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πότε η διεθνής οικονομία θα επιστρέψει στην ομαλότητα και -αντίθετα- όλοι πλέον υποστηρίζουν πως κατά την επόμενη τριετία θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με πολύ υψηλές τιμές ενέργειας, με σαφώς μεγαλύτερα επιτόκια και με πληθωρισμό, ενώ επιπλέον οι προβλέψεις μιλούν για συνέχιση των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα τουλάχιστον μέχρι και το τέλος του 2023.
Ο μεγάλος κίνδυνος ωστόσο δεν είναι ούτε αυτός καθ’ εαυτός ο πληθωρισμός (σε προηγούμενες δεκαετίες συνδυάστηκε με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης), ούτε τα αυξανόμενα επιτόκια, αλλά το κατά πόσο ο πληθωρισμός και τα επιτόκια θα μπορούσαν αυτή τη φορά να μηδενίσουν την ανάπτυξη στις χώρες της Δύσης. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό -που αφορά άμεσα και τα χρηματιστήρια- δεν μπορεί να δοθεί σήμερα με ασφάλεια και εκτιμάται ότι περισσότερη ορατότητα θα προκύψει μετά το προσεχές φθινόπωρο.
«Το πρώτο εξάμηνο κύλησε πολύ ικανοποιητικά σε ό,τι αφορά την κερδοφορία μας, πλην όμως αγωνιούμε για το πώς θα εξελιχθεί η πορεία της ζήτησης από τον Σεπτέμβριο και μετά», υποστηρίζει η διοίκηση εισηγμένης παραγωγικής εταιρείας, θέση που ενστερνίζεται σημαντικός αριθμός διοικήσεων και άλλων επιχειρήσεων.
Το κλίμα στην αγορά
Σ’ αυτό το κλίμα, κάθε άλλο παρά παράλογη είναι η υποχώρηση των τιμών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, με βασικό μέτοχο εισηγμένης εταιρείας όταν ρωτήθηκε για τη μεγάλη πτώση της τιμής της μετοχής του να απαντά: «Δεν υπάρχει κάποιος ειδικός λόγος για την υποχώρηση της μετοχής, ούτε κάποιος μεγάλος θεσμικός αποχωρεί μαζικά. Πρόκειται για περιορισμένες ρευστοποιήσεις από πολλούς, οι οποίοι επιλέγουν τη ρευστότητα σε ένα περιβάλλον έντονης διεθνούς αβεβαιότητας. Εμείς από την πλευρά μας θεωρούμε τη μετοχή υποτιμημένη και γι’ αυτό προχωρούμε σε αγορές ιδίων τίτλων, οι οποίες όμως λόγω του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου δεν μπορούν να ανακόψουν την πτώση.
Αυτό όμως που έχω να πω είναι πως οι ελληνικές μετοχές έχουν τη δυνατότητα να υπεραποδώσουν έναντι των ξένων, όχι μόνο γιατί δεν γνώρισαν την άνοδο που είδαν οι τελευταίες την προηγούμενη δεκαετία, αλλά και γιατί πολλές από αυτές έχουν καλύτερες προοπτικές».
Γενικότερα, είναι πολύ δύσκολο να εντοπίσει κάποιος αυτή την περίοδο ιδιοκτήτη εισηγμένης εταιρείας που να μην υποστηρίζει -είτε δημοσίως, είτε σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις- ότι η μετοχή του είναι υποτιμημένη: Άλλος εστιάζει στο χαμηλό P/E, άλλος συγκρίνει με τη λογιστική αξία, άλλος με τις επενδύσεις που έχουν γίνει, με τα μεγάλα ανεκτέλεστα υπόλοιπα έργων που διαθέτει, ή με τις προοπτικές του Ταμείου Ανάκαμψης.
Σύμφωνα με αισιόδοξο χρηματιστηριακό παράγοντα, «η διεθνής αναστάτωση προφανώς θα έχει επιπτώσεις και στην ελληνική οικονομία, ορισμένες εκ των οποίων έχουμε ήδη αρχίσει να τις βιώνουμε. Ωστόσο, αισιοδοξώ πως η όποια αναστάτωση θα φρενάρει την πορεία του ΑΕΠ μέσα στη διετία 2022-2023, αλλά δεν θα ακυρώσει την αναπτυξιακή πορεία της επόμενης πενταετίας, η οποία είχε βασιστεί στα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Η φετινή χρονιά ξεκίνησε με ένα πολύ ανοδικό πρώτο τρίμηνο για το ελληνικό ΑΕΠ (+7%) και όλα δείχνουν πως με τη συνδρομή του τουρισμού θα έχουμε ένα σαφώς αναπτυξιακό πρώτο εννεάμηνο. Ο φόβος λοιπόν αφορά περισσότερο την πορεία του 2023, όπου ωστόσο ελπίζεται ότι μέχρι το τέλος εκείνης της χρονιάς, θα έχει αποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό η ομαλότητα».
Οι γραμμές άμυνας
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με αναλυτές, είναι λάθος να συγκρίνουμε μια τρέχουσα ενδεχόμενη κρίση με αυτή της προηγούμενης δεκαετίας, καθώς τα πράγματα είναι αυτή την περίοδο αρκετά πιο ευνοϊκά σε σχέση με τότε, με την ελληνική οικονομία να διαθέτει καλύτερες και περισσότερες άμυνες, όπως:
- Σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία, οι αναμενόμενες κοινοτικές εισροές είναι πολύ μεγαλύτερες, με τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης να μην έχουν ακόμη αρχίσει να στηρίζουν την ελληνική οικονομία σε μια ευρύτατη σειρά από κλάδους. Παρ’ όλα αυτά όμως, το υπόλοιπο ανεκτέλεστων έργων των κατασκευαστικών εταιρειών είναι διπλάσιο από το αντίστοιχο του 2004 των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.
- Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δείχνουν, αυτή τη φορά, αποφασισμένες να στηρίξουν τις χώρες του Νότου (της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης) σε ό,τι αφορά τις δανειακές τους υποχρεώσεις, όταν μάλιστα οι αποπληρωμές χρέους της Ελλάδας έως το 2028 είναι χαμηλές.
- Οι εγχώριες τράπεζες διαθέτουν πλέον υψηλή ρευστότητα (δείκτης χορηγήσεων προς καταθέσεις χαμηλότερος του 100%, έναντι 130% στο πρώτο μισό της προηγούμενης δεκαετίας) και πολύ καλύτερη ποιότητα χαρτοφυλακίου (μη εξυπηρετούμενα δάνεια χαμηλότερα του 10%). Επίσης, σε αντίθεση με το παρελθόν όπου είχαν κλείσει τις κάνουλες της χρηματοδότησης, αυτή την περίοδο αναζητούν ασφαλή πεδία χορηγήσεων.
- Τα νοικοκυριά είναι πολύ λιγότερο δανεισμένα σε σύγκριση με το 2008 (όπως και οι επιχειρήσεις), καθώς οι τράπεζες χορηγούν κατά τα τελευταία 13 χρόνια στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια με… το σταγονόμετρο.
- Οι καταθέσεις των ελληνικών νοικοκυριών στο τέλος του φετινού Απριλίου ήταν κατά 18 δισ. ευρώ υψηλότερες σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα (υπάρχει απόθεμα προς κατανάλωση και επένδυση).
- Το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται 50% χαμηλότερα από μέγιστο της προηγούμενης δεκαετίας, με τις επιχειρήσεις να αναζητούν εναγωνίως προσωπικό σε πληροφορική, τουρισμό και αγροτικό τομέα.
- Οι ελληνικές εισηγμένες (και μη) εταιρείες έχουν συνηθίσει να δραστηριοποιούνται σε περιβάλλον κρίσης κατά τα τελευταία πολλά χρόνια, καταφέρνοντας να διεθνοποιήσουν σε σημαντικό βαθμό τις εργασίες τους και να λειτουργούν χωρίς «λίπος» και περιττά έξοδα. Παράλληλα, σε πολλούς κλάδους (μεταξύ άλλων και της πληροφορικής) οι αποτιμήσεις δεν έχουν… ξεφύγει όπως είχε συμβεί στο εξωτερικό όλα τα προηγούμενα χρόνια, βασισμένες σε ένα πολύ ευνοϊκό μελλοντικό σενάριο γι’ αυτές.