Πονοκέφαλος για τις εισηγμένες μέγεθος και... ESG
Τζίρο μικρότερο των 40 εκατ. ευρώ εμφανίζουν σχεδόν οι μισές εισηγμένες επιχειρήσεις. Οι φόβοι για τα delisting, οι κινήσεις των βασικών μετόχων και οι ελπίδες προσέλκυσης «νέου αίματος». Γκρίνιες για τα έξοδα και τις απαιτήσεις συμμετοχής στο ΧΑ.
Τις σημαντικές δυνατότητες προσέλκυσης νέων εταιρειών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, στο βαθμό που η διεθνής οικονομία δεν θα εισέλθει σε μια μακρά περίοδο στασιμοπληθωρισμού, επισημαίνουν παράγοντες της εγχώριας επενδυτικής αγοράς, έχοντας ως καταλύτες την προβλεπόμενη πορεία του τουρισμού κατά τα επόμενα χρόνια και την απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
«Η ελληνική οικονομία έχει τις προϋποθέσεις μιας σημαντικής οικονομικής ανάκαμψης μέσα στην επόμενη πενταετία στο βαθμό που δεν δούμε κάποιο ιδιαίτερα δυσμενές σενάριο σε διεθνές επίπεδο και σε ένα τέτοιο περιβάλλον η χρηματιστηριακή της αγορά θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει όχι μόνο τα projects μεγάλων εγχώριων επιχειρήσεων, αλλά και τα επεκτατικά σχέδια μικρότερων εταιρειών που διαθέτουν συγκριτικά πλεονεκτήματα. Πέραν αυτών όμως, γεγονός είναι ότι το ελληνικό χρηματιστήριο και σοβαροί ναυτιλιακοί όμιλοι έχουν ήδη έρθει σε επαφή μέσα από το εργαλείο των εταιρικών ομολόγων και είναι πιθανόν η συνεργασία τους να επεκταθεί και στο μέτωπο των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου» αναφέρεται χαρακτηριστικά, χωρίς ωστόσο να αγνοούνται σε καμιά περίπτωση οι τρέχουσες προκλήσεις.
Για παράδειγμα, μόνο και μόνο η αύξηση του ποσοστού των βασικών μετόχων σε ΟΤΕ και ΟΠΑΠ έχουν θορυβήσει πολλούς παράγοντες της αγοράς, οι οποίοι σε καμιά περίπτωση δεν θα ήθελαν να δουν τους δύο αυτούς πυλώνες του ΧΑ εκτός ταμπλό μέσα από τη διαδικασία δημόσιων προτάσεων.
Πέραν αυτού, οι εισαγωγές στο ΧΑ κατά τα τελευταία χρόνια είναι λίγες και επικεντρωμένες κυρίως στον κλάδο των ακινήτων, ενώ παράλληλα συνεχίζονται οι… εκροές από το ταμπλό είτε λόγω δημόσιων προτάσεων (π.χ. Newsphone, Καραμολέγκος, Ευρωπαϊκή Πίστη, Paperpack), είτε λόγω δυσμενών οικονομικών στοιχείων (π.χ. MLS). Παράλληλα, η διάσωση ορισμένων επιχειρήσεων (π.χ. Βαράγκης, Creta Farms, Μπουτάρης και επίκειται της Sato) περνούν μέσα από την έξοδο των εισηγμένων εταιρειών από το ΧΑ και από μηδενισμό της περιουσίας των μετόχων τους.
Μικρό μέγεθος και ESG
H διοίκηση της Quest Holdings είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή της φετινής χρονιάς ότι θα έβγαζε τη Γ.Ε. Δημητρίου από το Χρηματιστήριο της Αθήνας, με το σκεπτικό ότι τα απαιτούμενα έξοδα μιας εισηγμένης είναι δυσανάλογα υψηλά για επιχειρήσεις μικρού μεγέθους (ιδίως για εκείνες που δεν λειτουργούν με υψηλά περιθώρια κέρδους).
Επίσης, στην έξοδο της Byte Computer από το ταμπλό του ΧΑ θα προχωρήσει ο όμιλος Ideal στην περίπτωση που τελικά επιτύχει το εγχείρημα της ήδη υποβληθείσας δημόσιας πρότασης.
Όλα επίσης δείχνουν πως θα δούμε και άλλες αποχωρήσεις επιχειρήσεων από το ΧΑ. Για παράδειγμα, το ποσοστό των βασικών μετόχων της ΒΙΣ θα υπερβεί -πιθανότατα- κατά πολύ το 90% μετά τη δρομολογούμενη αύξηση κεφαλαίου με τους επενδυτές μειοψηφίας να φοβούνται το ενδεχόμενο του delisting. Ανάλογες ανησυχίες επικρατούν και για άλλες εταιρείες όπου οι βασικοί μέτοχοι κατέχουν υψηλά ποσοστά.
Εκτός των άλλων, αρκετές εισηγμένες εταιρείες μικρού μεγέθους εκφράζουν -ανεπίσημα- τη δυσφορία τους για τις αυξημένες απαιτήσεις του θεσμικού πλαισίου στα πλαίσια της Εταιρικής Διακυβέρνησης, ενώ προβληματίζονται ακόμη περισσότερο από τις επερχόμενες τα επόμενα χρόνια αλλαγές εξ’ αιτίας της ανάγκης προσαρμογής στα ESG (Environment, Social, Governance) κριτήρια.
Ειδικότερα, με βάση την πρόσφατη Κοινοτική Οδηγία, από το 2024 οι «μεγάλες» εισηγμένες και μη εταιρείες με κύκλο εργασιών άνω των 40 εκατ. ευρώ θα υποχρεωθούν να γνωστοποιούν τους κινδύνους που σχετίζονται με το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση (ESG), καθώς και τον αντίκτυπο των δραστηριοτήτων τους στο περιβάλλον και στους ανθρώπους, με βάση κοινά πρότυπα βιωσιμότητας τα οποία αναμένονται να οριστικοποιηθούν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για τη Χρηματοοικονομική Πληροφόρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EFRAG). Παράλληλα θα υπάρξει μέριμνα ώστε όλες αυτές οι πληροφορίες να δημοσιοποιούνται σε ειδικό τμήμα των εκθέσεων διαχείρισης των επιχειρήσεων.
Το ζήτημα είναι πως ενώ από αυτή η πολύπλοκη διαδικασία (που σημαίνει κόστος σε χρήμα και ανθρωποώρες διοίκησης) δεν απαλλάσσονται οι εισηγμένες εταιρείες, ακόμη και αν αυτές εντάσσονται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Και όλα αυτά, όταν σχεδόν οι μισές εισηγμένες του ΧΑ εμφάνισαν το 2021 ετήσια έσοδα χαμηλότερα των 40 εκατ. ευρώ. Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία του 2021, έξι εισηγμένες του ΧΑ σημείωσαν κύκλο εργασιών χαμηλότερο του ενός εκατ. ευρώ, άλλες δέκα μεταξύ 1-5 εκατ., δέκα μεταξύ 5-10 εκατ. ευρώ, εννέα μεταξύ 10-15 εκατ. ευρώ, επτά μεταξύ 15-20 εκατ. ευρώ, δέκα επτά μεταξύ 20-30 εκατ. ευρώ και δέκα μεταξύ 30-40 εκατ. ευρώ. Συνολικά δηλαδή, 69 εισηγμένες εταιρείες (πάνω από τέσσερις στις δέκα, σχεδόν οι μισές) εμφάνισαν το 2021 κύκλο εργασιών χαμηλότερο των 40 εκατ. ευρώ.
Από την άλλη πλευρά, χρηματιστηριακοί κύκλοι υπεραμύνονται των αλλαγών στο θεσμικό πλαίσιο, υποστηρίζοντας πως η υιοθέτηση των ESG κριτηρίων θα αποτελέσει ουσιαστικά μονόδρομο για την επιβίωση και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων είτε αυτές είναι μεγάλες, είτε μικρομεσαίες, είτε είναι εισηγμένες στο ΧΑ, είτε όχι. Επίσης, πολλές από τις μικρομεσαίες εταιρείες -ακόμη και αν δεν υποχρεωθούν από το θεσμικό πλαίσιο- θα ακολουθήσουν και αυτές την εφαρμογή των κριτηρίων, έστω σε μια απλούστερη και χαλαρότερη μορφή, επειδή απλά αυτό θα λειτουργήσει προς όφελός τους.
«Σημασία δεν έχει μόνο το ΧΑ να έχει πολλές εταιρείες, αλλά κυρίως το να είναι αυτές υγιείς, μακροπρόθεσμα αναπτυσσόμενες και να λειτουργούν με διαφάνεια. Έτσι διασφαλίζονται τα συμφέροντα των μετόχων μειοψηφίας και με αυτό τον τρόπο η ανάπτυξη της κεφαλαιαγοράς μπορεί να αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά. Τα ESG κριτήρια λειτουργούν προς αυτή την κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά αντιλαμβάνομαι τον επιπλέον φόρτο εργασίας που συνεπάγεται όλη αυτή η προετοιμασία και διαδικασία για πολλές μικρές εισηγμένες. Θεωρώ πως θα πρέπει να δοθεί διέξοδος σ’ αυτές, μέσα από τη μετάταξή τους στην Εναλλακτική Αγορά, όπου οι απαιτήσεις είναι αρκετά χαλαρότερες».