Εισηγμένες: «Φρένο» στα εταιρικά κέρδη βάζει ο πληθωρισμός
Οι τρεις παράγοντες που ανεβάζουν τις δαπάνες των εταιρειών το προσεχές δωδεκάμηνο. Τα αυξημένα κόστη ενέργειας και οι πιέσεις στην «τσέπη» των καταναλωτών. Ενδεικτικά παραδείγματα.
Ο συνδυασμός των πληθωριστικών επιπτώσεων, των αυξημένων επιτοκίων και της οικονομικής επιβράδυνσης έρχεται να ανακόψει τον ξέφρενο ρυθμό που είχαν ακολουθήσει τα εταιρικά κέρδη τόσο το 2021 όσο και το πρώτο φετινό εξάμηνο.
Παρ' όλα αυτά, τα αποτελέσματα των περισσότερων εισηγμένων εταιρειών αναμένεται να διατηρηθούν και φέτος σε σαφώς ικανοποιητικά επίπεδα, εξέλιξη η οποία σε συνδυασμό με την υποχώρηση των τιμών των μετοχών τους στο Χρηματιστήριο της Αθήνας θα μπορούσε να προκαλέσει το αγοραστικό επενδυτικό ενδιαφέρον όσων πιστεύουν ότι η ελληνική οικονομία είναι σε θέση να δείξει σημεία αντοχής μέσα το επόμενο δωδεκάμηνο.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα εστιάζεται στο κόστος της ενέργειας, που -παρά την αποκλιμάκωσή του κατά τους τελευταίους τρεις μήνες- διατηρείται σε πολύ υψηλά επίπεδα, με τις επιχειρήσεις (μικρομεσαίες και μεγάλες) να μέμφονται την κυβέρνηση πως τα σχετικά μέτρα επιδότησης της τιμής του ρεύματος είναι πολύ λίγα σε σύγκριση με αυτά που έχουν δοθεί προς τα νοικοκυριά.
Πέραν όμως του ενεργειακού κόστους, υπάρχουν άλλοι δύο παράγοντες που προβλέπεται να ανεβάσουν τις δαπάνες των εταιρειών κατά το προσεχές δωδεκάμηνο.
Ο πρώτος αφορά το κόστος χρηματοδότησης, το οποίο μετά τις καλοκαιρινές διακοπές άρχισε να ανεβαίνει για πρώτη φορά μετά την πτωτική πορεία αρκετών ετών. Έτσι, οι εταιρείες που είχαν συνάψει δάνεια με κυμαινόμενο περιθώριο (Euribor συν «περιθώριο») είδαν το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ από το -0,5% να σκαρφαλώνει αρχικά στο +1,25% και στη συνέχεια στο 2%, με την προοπτική να φτάσει γύρω στο 3% μέσα στο 2023.
Ένας άλλος παράγοντας που σταδιακά ανεβάζει το κόστος των επιχειρήσεων είναι το δεύτερο κύμα των πληθωριστικών πιέσεων που έχει αρχίσει να εμφανίζεται ολοένα και πιο έντονο. Αν δηλαδή αρχικά ο πληθωρισμός ήταν το αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών σε ενέργεια και πρώτες ύλες, τώρα έρχονται να προστεθούν οι δευτερογενείς ανατιμήσεις που οφείλονται στις κινήσεις των εργαζομένων να ανακτήσουν τμήμα των απωλειών τους και των προμηθευτών να μετακυλίσουν κομμάτι του δικού τους αυξημένου κόστους.
Το όλο πρόβλημα εντείνεται για τις επιχειρήσεις καθώς δεν θα είναι πάντοτε εύκολο σε αυτές να μετακυλίουν στους δικούς τους πελάτες το σύνολο του αυξημένου κόστους τους, ιδίως όταν στο επόμενο δωδεκάμηνο προβλέπεται σαφής επιβράδυνση ή ακόμη και ύφεση στο διεθνές οικονομικό σκηνικό. Για παράδειγμα, τα πρώτα σαφή δείγματα «μουδιάσματος» της ζήτησης έχουν ήδη γίνει ορατά στις ευρωπαϊκές αγορές.
Ενδεικτικά παραδείγματα
Τα διυλιστήρια (Motor Oil, Ελληνικά Πετρέλαια) αναμένεται να έχουν ένα καλό δεύτερο εξάμηνο σε ότι αφορά τα κέρδη, ωστόσο όχι τόσο ισχυρό όσο το εξαιρετικό πρώτο μισό του 2022. Επίσης, έχει τεθεί το θέμα και της πρόσθετης έκτακτης φορολόγησης των φετινών κερδών τους, με επικείμενη νομοθετική παρέμβαση.
H Eurobank Equities σε πρόσφατη έκθεσή της με τίτλο «Ελληνικές καταναλωτικές εταιρείες: Σκαρφαλώνοντας έναν τοίχο ανησυχιών» θέτει το ζήτημα του αυξημένου λειτουργικού κόστους και των επιπτώσεων στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών λόγω του πληθωρισμού, χωρίς ωστόσο να προβλέπει κάποια έντονη υποχώρηση στα κέρδη των εταιρειών που εξετάζει για φέτος και για το 2023, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις αναμένει και περαιτέρω βελτίωση οικονομικών επιδόσεων (βλέπε στοιχεία παρατιθέμενου πίνακα).
Στον κλάδο του χάλυβα, η πτώση της διεθνούς τιμής του μετάλλου υποχρεώνει τις εισηγμένες εταιρείες (π.χ. Έλαστρον, ΣΙΔΜΑ, Αφοί Κορδέλλου, Τζιρακιάν) να πωλούν σε χαμηλότερες τιμές αποθέματα που είχαν αποκτηθεί σε υψηλότερες αποτιμήσεις. Με βάση μια πρώτη πρόχειρη εκτίμηση παραγόντων της αγοράς, τα ετήσια φετινά κέρδη των εταιρειών δεν θα απέχουν ιδιαίτερα από τα εξαμηνιαία τους, τα οποία ωστόσο ήταν ιδιαίτερα υψηλά.
Γενικότερα, η υποχώρηση των τιμών των μετάλλων (χάλυβας, αλουμίνιο) αναμένεται να ψαλιδίσει και τις επιδόσεις των μεταλλουργικών εταιρειών κατά το δεύτερο εξάμηνο (ακόμη και εκείνων που προχωρούν σε hedging όπως ο Όμιλος Viohalco), μέσα από την αποτίμηση των αποθεμάτων τους.
Σαφώς χειρότερα αναμένεται να κινηθεί το δεύτερο εξάμηνο και για τις νηματουργίες (π.χ. Κλωστοϋφαντουργία Ναυπάκτου), οι οποίες βλέπουν την τιμή του βάμβακος να υποχωρεί δραστικά και τη διεθνή ζήτηση να έχει αποκλιμακωθεί. Ειδικότερα, η κλωστοβιομηχανία Μουζάκης δεν είναι σε θέση να μετακυλίσει στις τιμές πώλησης το αυξημένο ενεργειακό κόστος, με αποτέλεσμα η όποια φετινή της κερδοφορία να προέλθει από τις εκμισθώσεις ακινήτων.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες (π.χ. Interlife) αφενός αντιμετωπίζουν φέτος το ζήτημα των αρνητικών υπεραξιών στο επενδυτικό τους χαρτοφυλάκιο, αφετέρου -λόγω του πληθωρισμού- το θέμα του αυξημένου κόστους των αποζημιώσεων που καταβάλλουν και επίσης τις υψηλότερες απαιτήσεις των αντασφαλιστών για τον ίδιο λόγο.
Η βιομηχανία παραγωγής σαπουνιών Παπουτσάνης παρά την πολύ μεγάλη αύξηση των πωλήσεών της κατά το πρώτο φετινό εννεάμηνο (από τα 38,2 στα 53,2 εκατ. ευρώ) είδε την κερδοφορία της να υποχωρεί από τα 4,02 στα 3,58 εκατ. ευρώ, κυρίως λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού στο κόστος της. Η διοίκηση της εταιρεία σημειώνει μεταξύ άλλων πως «για το τελευταίο τρίμηνο του 2022 αλλά και για το επόμενο έτος, τουλάχιστον με βάση τα σημερινά δεδομένα, δεν διαφαίνονται στην αγορά θετικές εξελίξεις που θα αναστρέψουν την τρέχουσα εικόνα των πληθωριστικών πιέσεων στα κόστη υλών και ενέργειας. Έτσι, μετά την επιβάρυνση του κόστους υλών και υλικών συσκευασίας που εκτιμάται σε 10 εκατ. ευρώ για το σύνολο του 2022 σε σχέση με το 2021, προβλέπουμε και για το έτος 2023 μια επιπλέον αύξηση της τάξης των 2,5-3,0 εκατ. ευρώ».
Ο Μουσικός Οίκος Νάκα για την οικονομική χρήση που λήγει στις 30/6/2023 σημειώνει πως «στο μέτρο της καλύτερης δυνατής αντίληψης που μπορεί να έχει η διοίκηση μέσα στις παρούσες συνθήκες της ελληνικής και παγκόσμιας οικονομίας, προβλέπεται ότι ο κύκλος εργασιών θα παραμείνει στο ίδιο επίπεδο σε σχέση με την προηγούμενη χρήση. Τα κέρδη του ομίλου, ενδεχομένως οριακά, θα μειωθούν σε σχέση με τα αντίστοιχα της προηγούμενης χρήσης. Η ενδεχόμενη μείωση των αποτελεσμάτων χρήσης θα οφείλεται κυρίως στα αυξημένα κόστη λειτουργίας και δευτερευόντως στην αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων».