Οι πέντε παράγοντες που κρίνουν την τάση στο Χρηματιστήριο
Ποια στοιχεία θα διαμορφώσουν το κλίμα στο Χρηματιστήριο της Αθήνας. Οι αβεβαιότητες που δημιουργούν προβληματισμό και τα «μαύρα σενάρια». Γιατί είναι κομβικό το 2ο τρίμηνο. Τι εκτιμούν οι αναλυτές.
Όσοι προέβλεπαν το φθινόπωρο μαύρα σενάρια για το ενεργειακό κόστος και για την πορεία του ΑΕΠ, έχουν μέχρι σήμερα διαψευσθεί. Οι τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου έχουν υποχωρήσει, οι φόβοι για ενεργειακές ελλείψεις έχουν απομακρυνθεί και η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να επιδεικνύει σημάδια ανθεκτικότητας.
Επιπρόσθετα, πολλές εισηγμένες εταιρείες, που συχνά διαπραγματεύονται με μονοψήφια P/E και σαφώς ικανοποιητικές μερισματικές αποδόσεις, μπορούν να διεκδικήσουν φέτος καλύτερες αποτιμήσεις στο ταμπλό του Χ.Α., αρκεί να διατηρήσουν μεγάλο τμήμα της περσινής τους κερδοφορίας (πόσο μάλλον αν την αυξήσουν περαιτέρω).
Παρ’ όλα αυτά, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες δεν τελείωσαν. Αντίθετα, υπάρχουν πέντε σημαντικά μέτωπα στα οποία θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό η φετινή πορεία της χρηματιστηριακής χρονιάς και γι’ αυτά θα υπάρξει μεγαλύτερη ορατότητα κατά το δεύτερο (και καυτό) τρίμηνο του έτους. Έως τότε, οι αναλυτές συνιστούν ψυχραιμία, μικτά χαρτοφυλάκια και προσεκτικές επιλογές στις μετοχικές μας τοποθετήσεις.
«Το σημαντικότερο δίδαγμα που θα μπορούσαμε να αντλήσουμε από την περσινή χρονιά, είναι ότι σε εποχές χρηματιστηριακών -και ευρύτερα οικονομικών- αβεβαιοτήτων θα πρέπει να διατηρούμε την ψυχραιμία μας και να μη ρευστοποιούμε σαν να μην υπάρχει αύριο, όπως έπραξαν αρκετοί φτάνοντας τον Γενικό Δείκτη ακόμη και στις 780 μονάδες. Όσοι βιάστηκαν και ρευστοποίησαν, μετρούν ήδη απώλειες, ενώ αντίθετα στο σύνολο της χρονιάς έγραψαν κέρδη εκείνοι που προχώρησαν σε σωστές μετοχικές επιλογές.
Το περσινό δίδαγμα παραμένει επίκαιρο, γιατί παρότι τα μέχρι τώρα μηνύματα δείχνουν σαφώς ενθαρρυντικά, είναι πολύ πιθανό το σενάριο νέων και σημαντικών αναταράξεων-διακυμάνσεων να επιβεβαιωθεί στο πρώτο μισό του 2023».
Αυτά επισημαίνει γνωστός χρηματιστηριακός παράγοντας, ο οποίος τονίζει ότι «δεν βγήκαμε ακόμη από το ναρκοπέδιο, ωστόσο μέχρι τώρα τα πράγματα έχουν εξελιχθεί πολύ καλύτερα απ’ ότι φοβούνταν και προέβλεπαν το περασμένο φθινόπωρο -για την Ελλάδα και όχι μόνο- υψηλόβαθμοι πολιτικοί αξιωματούχοι, φορείς και χρηματιστηριακοί αναλυτές».
Πράγματι, το περασμένο φθινόπωρο οι κοινοτικοί αξιωματούχοι αναφέρονταν σε ενεργειακή ανεπάρκεια, υποχρεωτικές διακοπές παραγωγής εργοστασίων και άλλα σχετικά. Σήμερα, το όλο θέμα έχει ξεχαστεί και οι πληρότητες στις αποθήκες φυσικού αερίου παραμένουν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Όσο για την τιμή του καυσίμου, από τα 350 ευρώ του Αυγούστου έχει υποχωρήσει στα 65 ευρώ η μεγαβατώρα, δηλαδή χαμηλότερα από την ημέρα έναρξης του πολέμου στην Ουκρανία.
Η εικόνα στην Ελλάδα
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, οι προβλέψεις για «σκοτεινά και κρύα Χριστούγεννα» δεν επαληθεύθηκαν. Αντίθετα, οι πληρότητες στους τουριστικούς προορισμούς κατά τη διάρκεια των Εορτών ήταν πολύ υψηλές και η κίνηση των εμπορικών καταστημάτων εξελίχθηκε σαφώς ικανοποιητικά, ίσως και γιατί τα νοικοκυριά εξοικονόμησαν χρήματα από τις μειωμένες δαπάνες θέρμανσης ως αποτέλεσμα των πολύ ήπιων καιρικών συνθηκών. Ο πληθωρισμός εμφανίζει τάσεις ήπιας αποκλιμάκωσης, ενώ η τιμή της βενζίνης βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από τα υψηλά του περσινού καλοκαιριού.
Σε ό,τι αφορά τα εταιρικά αποτελέσματα των εισηγμένων ομίλων, αυτά αναμένονται σαφώς υψηλότερα των αντίστοιχων περσινών και πολύ μεγαλύτερα από εκείνα του 2019, με αποτέλεσμα ο μέσος δείκτης P/E να διαμορφώνεται σε ελκυστικά (σε πολλές περιπτώσεις, μονοψήφια) επίπεδα. Άρα, το κυρίως ζητούμενο προκειμένου το ελληνικό χρηματιστήριο να «δικαιούται» υψηλότερες αποτιμήσεις, δεν είναι η νέα αύξηση των εταιρικών κερδών μέσα στο 2023, αλλά η συγκράτηση ενός μεγάλου τμήματός τους, δηλαδή η ελεγχόμενη κάμψη τους σε μια χρονιά όπου το ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1%-1,8% με βάση τους αναλυτές.
Ανάλογα ελκυστικός είναι και ο δείκτης της μερισματικής απόδοσης στο Χ.Α., με δεδομένο ότι οι εισηγμένες διένειμαν στους μετόχους τους (μερίσματα και επιστροφές κεφαλαίου) 2,4 δισ. ευρώ μέσα στο 2022, ποσό που αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω μέσα στη φετινή χρονιά. Με δεδομένο ότι η τρέχουσα μέση μερισματική απόδοση για τους μη τραπεζικούς τίτλους υπερβαίνει το 4%, πρόκειται για έναν σαφώς ελκυστικό δείκτη στην περίπτωση που το βασικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν ξεπεράσει φέτος το επίπεδο του 3%-3,25% από το 2,5% που είναι σήμερα.
Καταμέτρηση δυνάμεων
Σ’ αυτή τη συγκυρία, οι επενδυτές προσπαθούν να εκτιμήσουν πόσες αντοχές μπορεί να επιδείξει φέτος η ελληνική οικονομία, μέσα σε ένα έντονα πτωτικό ευρωπαϊκό περιβάλλον. Από τη μία πλευρά, τα αρνητικά σημάδια δεν είναι λίγα, καθώς:
- Πολλές εξαγωγικές επιχειρήσεις έχουν ήδη διαπιστώσει κάμψη της ζήτησης από τις ευρωπαϊκές (και όχι μόνο) αγορές.
- Εδώ και ορισμένους μήνες παρατηρείται υποχώρηση στον αριθμό των νέων οικοδομικών αδειών, εξέλιξη που πιθανόν να επηρεάσει τη ζήτηση για οικοδομικά υλικά και σχετικές εργασίες μέσα στο 2023.
- Η μείωση της κατανάλωσης ρεύματος στη χώρα αποτελεί μεν θετικό στοιχείο για την οικονομία, ωστόσο επιδρά πτωτικά στο ύψος της εμφανιζόμενης βιομηχανικής παραγωγής.
- Η παρατηρούμενη αύξηση των επενδύσεων (επίσης θετικό στοιχείο) διευρύνει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (εισαγωγές μηχανολογικού εξοπλισμού κ.λπ.) και
- φυσικά, το καταναλωτικό κοινό δείχνει συγκρατημένη στάση λόγω του πληθωρισμού και του κλίματος αβεβαιότητας που επικρατεί.
Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, η ελληνική οικονομία ελπίζει πως μπορεί να κλείσει τη χρονιά με θετικό ΑΕΠ βασιζόμενη σε κάποια μέτρα δημοσιονομικής στήριξης προς τα νοικοκυριά και κυρίως στις αυξημένες επενδύσεις τόσο από το Δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα, με περισσότερο ευνοημένους τους κλάδους των κατασκευών, των μεταλλουργικών επιχειρήσεων και της πληροφορικής.
Το καυτό β’ τρίμηνο
Σύμφωνα με τους αναλυτές, υπάρχουν αρκετοί βασικοί παράγοντες που θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία της φετινής χρηματιστηριακής χρονιάς, οι οποίοι επικεντρώνονται κυρίως στο δεύτερο τρίμηνο του έτους.
- Χρονικό σημείο-κλειδί για τους αισιόδοξους αναλυτές είναι το πότε η επενδυτική κοινότητα θα πειστεί ότι βρισκόμαστε κοντά στην κορύφωση των επιτοκίων. Αυτό αναμένεται να γίνει (θα διαφανεί πιθανότατα από τις δηλώσεις των αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) μετά το πρώτο δίμηνο της χρονιάς, όταν θα έχουν ακολουθήσει μία ή και δύο αυξήσεις επιτοκίων.
- Μέσα στο δεύτερο τρίμηνο θα διαπιστώσουμε αν θα έχουμε αποφύγει τα χειρότερα σενάρια σε ό,τι αφορά τις τιμές του φυσικού αερίου και του ενεργειακού κόστους γενικότερα, καθώς τότε οι ευρωπαϊκές χώρες θα χρειαστεί και πάλι να ανεβάσουν τα ενεργειακά τους αποθέματα μετά τις υψηλές καταναλώσεις του χειμώνα.
- Μέσα στο δεύτερο τρίμηνο επίσης -ιδίως όταν φαίνεται πως η πρώτη εκλογική αναμέτρηση θα διεξαχθεί μέσα στον Απρίλιο- θα έχουμε μια πολύ καλύτερη εικόνα σχετικά με το ζήτημα του πολιτικού ρίσκου στη χώρα, καθώς θα έχει διαπιστωθεί αν θα προκύψει κυβερνητικό σχήμα, που να είναι σταθερό και φίλα προσκείμενο προς την επιχειρηματικότητα και τις αγορές.
- Μέχρι τα μέσα του έτους θα αποκτήσουμε πολύ καλύτερη εικόνα σχετικά με το αν η Ελλάδα θα καταφέρει να πάρει την επενδυτική βαθμίδα από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης. Ορισμένοι ελπίζουν (και η κυβέρνηση θα ήθελε πολύ) πως η λήψη της επενδυτικής βαθμίδας θα μπορούσε να έρθει προεκλογικά, ενώ άλλοι θεωρούν πως οι οίκοι θα προτιμήσουν να προχωρήσουν σε μια τέτοια κίνηση όταν θα έχει ξεκαθαρίσει πως δεν θα προκύψει ζήτημα πολιτικού κινδύνου. Σε κάθε περίπτωση, μέσα στο πρώτο μισό του 2023 θα έχουμε μια πολύ καλύτερη ορατότητα και για το συγκεκριμένο ζήτημα.
- Μέσα στο πρώτο εξάμηνο θα προκύψει καλύτερη ορατότητα σχετικά με την έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία, που ήδη βρίσκεται στον ενδέκατο μήνα του. Είναι προφανές ότι με την πάροδο του χρόνου η κόπωση των αντιμαχόμενων πλευρών αυξάνεται και έτσι έχουν ήδη ξεκινήσει κάποιες πρώτες άτυπες επαφές για τον τερματισμό του πολέμου. Όσο κι αν αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε πολύ μακριά από την ειρήνευση στην περιοχή, υπάρχει η ελπίδα ότι μέσα στο πρώτο μισό της χρονιάς οι εχθροπραξίες θα σταματήσουν (ή, καλύτερα, θα διακοπούν), οπότε σε μια τέτοια περίπτωση θα φανεί πώς θα εξελιχθούν οι σχέσεις της Ευρώπης με τη Ρωσία. Ακόμη και μια μικρή βελτίωση του κλίματος στο μέτωπο αυτό, θα μπορούσε να επηρεάσει πτωτικά τις τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου.