Χρηματιστήριο: Το crash test της κάλπης
Γιατί η εγχώρια αγορά παραμένει... ψύχραιμη στην προεκλογική περίοδο. Tα σινιάλα από τις αποτιμήσεις, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τι δείχνει η σύγκριση με το 2019.
Οι ελληνικές μετοχές είναι σήμερα πολύ πιο «φθηνές» απ’ ό,τι ήταν κατά την προεκλογική περίοδο του 2019, παρότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε σαφώς καλύτερη θέση από τότε, λίγο πριν από την επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Παράγοντες της αγοράς αποδίδουν τους πολύ ελκυστικούς δείκτες στο περιβάλλον της διεθνούς στασιμότητας-αβεβαιότητας, αλλά και στο εγχώριο πολιτικό ρίσκο, λίγες μόλις εβδομάδες πριν από την πρώτη προσφυγή στις κάλπες. Συμπληρώνουν, ωστόσο, ότι πολύ πιθανόν η αγορά να έχει υπερεκτιμήσει και τις δύο αυτές κατηγορίες των -αναμφίβολα υπαρκτών- κινδύνων.
Σε κάθε περίπτωση, το κλίμα στη χρηματιστηριακή αγορά είναι καλό, με τον Γενικό Δείκτη του Χ.Α. να υπεραποδίδει για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά και την πλειονότητα των επενδυτών να πιστεύει ότι μπορεί να προσδοκά μακροπρόθεσμα κέρδη, στον βαθμό που θα προχωρήσει σε σωστές, επιλεκτικές τοποθετήσεις.
Με δεδομένο ότι βρισκόμαστε λίγες εβδομάδες πριν από τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών της 21ης Μαΐου, θα ήταν ενδεχομένως χρήσιμη μια χρηματιστηριακή σύγκριση των σημερινών αποτιμήσεων στο Χρηματιστήριο της Αθήνας και της τρέχουσας κατάστασης στην οικονομία σε σύγκριση με την προηγούμενη προεκλογική περίοδο (Ιούνιος του 2019).
Τι προκύπτει, λοιπόν, από αυτή τη σύγκριση;
- Από την προεκλογική περίοδο του 2019 έως σήμερα, ο Γενικός Δείκτης έχει ανεβεί περίπου κατά 23%, ξεκινώντας από το επίπεδο τω 890 μονάδων. Η αύξηση του ίδιου Δείκτη σε αποπληθωρισμένες τιμές είναι προφανώς πολύ μικρότερη.
- Τα κέρδη των εισηγμένων εταιρειών του 2022 είναι περίπου 150% υψηλότερα από τα αντίστοιχα του προπανδημικού 2019, με αποτέλεσμα ο σημερινός μέσος δείκτης P/E των μη τραπεζικών μετοχών του Χ.Α. να είναι πολύ χαμηλότερος (ελκυστικότερος) σε σύγκριση με εκείνον προ τετραετίας και μάλιστα προσεγγίζει το 10 ή και υπολείπεται αυτού.
- Ανοδικά κατά την τελευταία τετραετία έχουν κινηθεί και οι χρηματικές διανομές των εισηγμένων εταιρειών. Ειδικότερα, το 2018 και το 2019 είχαν διαμορφωθεί στο 1,3 και στα 2,2 δισ. ευρώ, ενώ το 2022 έφτασαν στα 2,35 δισ. και φέτος αναμένεται να υπερβούν τα 2,5 δισ. ευρώ (μέση εκτιμώμενη μερισματική απόδοση στους μη τραπεζικούς τίτλους ανώτερη του 4%).
- Έξι από τις 25 εισηγμένες εταιρείες του δείκτη υψηλής κεφαλαιοποίησης που παρουσίαζαν το 2019 πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα (οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, η ΔΕΗ και η ΕΛΛΑΚΤΩΡ) βρίσκονται σήμερα σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τότε. Ειδικότερα για τις τράπεζες, χαρακτηριστικές ήταν οι επισημάνσεις των Φωκίωνα Καραβία και Παύλου Μυλωνά στο Forum των Δελφών πως τα υψηλά επιτόκια δεν είναι αρνητικά για τις τράπεζες, ότι δεν παρατηρείται αύξηση στα επισφαλή δάνεια και πως το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είναι αυστηρά εποπτευόμενο, με αποτέλεσμα να μην κινδυνεύει. Πέραν αυτών, κατά την τελευταία τετραετία αρκετές εισηγμένες κατάφεραν να βγουν από την κατηγορία της «Επιτήρησης» (π.χ. Δομική Κρήτης, Ευρωσύμβουλοι, πρώην Pasal και νυν Premia, Lavipharm) και να επανέλθουν σε καθεστώς κανονικής διαπραγμάτευσης, λόγω της βελτίωσης των οικονομικών τους επιδόσεων.
- Κατά την τελευταία τετραετία έχει παρατηρηθεί σημαντική αύξηση του ΑΕΠ και βελτίωση των δημοσιονομικών δεικτών (του δημοσίου χρέους, συμπεριλαμβανομένου), με αποτέλεσμα η χώρα να βρίσκεται μόλις ένα βήμα πριν από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Επίσης, παρά την εκτόξευση των διεθνών επιτοκίων που μεσολάβησε κατά την προηγούμενη τετραετία, η Ελλάδα το 2023 δανείζεται με όρους Ιταλίας και μόλις λίγο ακριβότερα απ’ ό,τι δανειζόταν η ίδια το πρώτο εξάμηνο του 2019.
Επικίνδυνο περιβάλλον και άμυνες
Σύμφωνα με γνωστό παράγοντα της αγοράς, τόσο ελκυστικούς δείκτες P/E -για όσες εισηγμένες ήταν κερδοφόρες- έχουμε να δούμε από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, όταν πολλοί αμφέβαλαν για το αν η χώρα θα παραμείνει στη ζώνη του ευρώ.
«Εκτιμώ ότι οι τόσο ελκυστικοί δείκτες αποτίμησης οφείλονται σε δύο λόγους: Αφενός στην επικρατούσα έντονη διεθνή ανησυχία ότι η κατάσταση στη διεθνή οικονομία θα είναι δύσκολη για τα αρκετά επόμενα χρόνια με ό,τι αυτό θα μπορούσε να σημαίνει για την Ελλάδα. Αφετέρου στο υπάρχον εγχώριο πολιτικό ρίσκο, ενόψει των δύο επικείμενων εκλογικών αναμετρήσεων. Κατά τη γνώμη μου, και οι δύο αυτοί κίνδυνοι ενδέχεται να έχουν υπερεκτιμηθεί από τους αναλυτές και τους επενδυτές», αναφέρει χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας:
«Μέχρι σήμερα, τα πράγματα στη διεθνή οικονομία βαδίζουν πολύ καλύτερα σε σχέση με τις περσινές προβλέψεις. Όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι το περιβάλλον παραμένει επικίνδυνο και πως πολλά απρόβλεπτα γεγονότα ενδέχεται να συμβούν, όμως το ενεργειακό κόστος έχει υποχωρήσει, ο πληθωρισμός σταδιακά αποκλιμακώνεται, η αύξηση των επιτοκίων βαδίζει προς το τέλος της και κυρίως η ύφεση, που εθεωρείτο κάτι παραπάνω από βέβαιη, δεν έχει έρθει μέχρι σήμερα.
Επίσης, τα προβλήματα των τραπεζών σε Αμερική και Ελβετία δεν φαίνεται να μεταφέρονται στην Ευρωζώνη. Αναμφίβολα έχουμε μπει σε μια πορεία διεθνούς οικονομικής στασιμότητας, με την ελληνική οικονομία ωστόσο να υπεραποδίδει έναντι των άλλων ευρωπαϊκών, λόγω της αυξημένης τουριστικής δραστηριότητας και των επικείμενων κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Σε περίπτωση, μάλιστα, που δεν προκύψει κάποια σημαντική παρενέργεια στο πολιτικό μέτωπο, δεν θα εκπλαγώ αν το φετινό ελληνικό ΑΕΠ τρέξει με ρυθμό που θα πλησιάζει το 2,5% με 3%».
Η παράμετρος «εκλογές»
Σε ό,τι αφορά τώρα την τρέχουσα πολιτική κατάσταση, όλοι αναγνωρίζουν ότι είναι υπάρχουν δύο κατηγοριών κίνδυνοι:
- Οι βραχυπρόθεσμοι, που αφορούν την καθυστέρηση κάποιων επενδυτικών προγραμμάτων και μια ολιγωρία στην αντιμετώπιση ζητημάτων από την πολιτεία μέχρις ότου προκύψει η νέα κυβέρνηση.
- Οι μεσομακροπρόθεσμοι κίνδυνοι, σε περίπτωση που είτε προκύψει ασταθές κυβερνητικό σχήμα είτε κυβερνητικό σχήμα που δεν θα έχει φιλοεπιχειρηματικό και φιλοεπενδυτικό προσανατολισμό.
Οικονομικοί παράγοντες υποστηρίζουν πως οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις δεν θα είναι σημαντικές σε περίπτωση που στις αρχές Ιουλίου προκύψει ένα ισχυρό κυβερνητικό σχήμα, καθώς ήδη οι εταιρείες όλων των κλάδων (π.χ. κατασκευές, πληροφορική) που δραστηριοποιούνται στον χώρο των δημοσίων έργων, είναι φορτωμένες με μεγάλου ύψους υπογεγραμμένες ανεκτέλεστες συμβάσεις.
Αντίθετα, το σενάριο σχηματισμού ενός ασταθούς ή και μη φιλοεπενδυτικού κυβερνητικού σχήματος θα έχει σίγουρα αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία, πλην όμως αυτές δεν θα είναι τόσο έντονες όσο φοβούνται μερικοί. Παράγοντες της αγοράς υποστηρίζουν πως πολλά από αυτά ακούγονται προεκλογικά θα ξεχαστούν την αμέσως επόμενη μέρα της κάλπης, υπενθυμίζοντας τις δηλώσεις του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα πως «Θεωρώ ότι τα τρία κόμματα, τα οποία είναι στην επικαιρότητα σήμερα, αυτά τα οποία διεκδικούν την εξουσία με τον α’ ή με τον β’ τρόπο, μου είναι αδιανόητο ότι οποιοδήποτε από τα τρία αυτά κόμματα, τα οποία διοίκησαν τη χώρα τα χρόνια της κρίσης και πήραν τελικά υπεύθυνα μέτρα, ότι θα μπορούσαν να κάνουν κάτι που να θέσει σε κίνδυνο αυτή την πορεία επαναφοράς στην κανονικότητα».
Επιπλέον, οι ίδιοι κύκλοι τονίζουν ότι τα δημοσιονομικά περιθώρια που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι πολύ στενά και δεν επιτρέπουν επιπολαιότητες, καθώς επίσης ότι ο χρονικός ορίζοντας των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης είναι πολύ στενός και δεν νοούνται αναβολές και λοξοδρομήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, καταλήγουν, ούτε η κατάσταση στην ελληνική οικονομία μοιάζει με εκείνη της προηγούμενης δεκαετίας, ούτε οι διαφορές μεταξύ των μεγάλων πολιτικών κομμάτων στο πεδίο της οικονομίας είναι τόσο έντονες όσο στο παρελθόν.