Το business plan της ανόδου στο Χρηματιστήριο
Στις εταιρείες μεταφέρεται τώρα το... μπαλάκι της τάσης στην εγχώρια αγορά. Γιατί το stock picking παραμένει η καλύτερη επενδυτική τακτική. Οι αποτιμήσεις και οι προοπτικές.
Με την ελληνική οικονομία να έχει αποφύγει την ύφεση, τις εισηγμένες εταιρείες να ενισχύουν τις κερδοφορίες τους και το πολιτικό ρίσκο να έχει παρέλθει, οι χρηματιστηριακοί επενδυτές προσβλέπουν στην επενδυτική βαθμίδα εκτιμώντας ότι αυτή θα συνοδευτεί από μαζική εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό, ικανή να «εκτινάξει» τις τιμές των μετοχών στο Χ.Α.
Μέσα σ’ αυτό το αναμφίβολα θερμό περιβάλλον, οι συντηρητικοί παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι τα μεγάλα ξένα funds του εξωτερικού που τοποθετούνται σε αναπτυγμένες κεφαλαιαγορές, δεν θα ξεκινήσουν να αγοράζουν στα τυφλά ελληνικές μετοχές, αλλά θα εξετάσουν προηγουμένως προσεκτικά τις αποτιμήσεις και τις προοπτικές τους. Με άλλα λόγια, όσο περισσότερο ανεβαίνουν αυτή την περίοδο οι αποτιμήσεις στο Χ.Α., τόσο δυσκολότερα θα «ψωνίσουν» οι ξένοι.
Επιπρόσθετα, μέσα στο δεύτερο φετινό εξάμηνο αναμένονται εισαγωγές νέων εταιρειών στο Χ.Α., αλλά και κάποια placements σε ήδη εισηγμένες εταιρείες, τα οποία θα αυξήσουν την προσφορά τίτλων και ίσως φρενάρουν βραχυ-μεσοπρόθεσμα την αγορά.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το «μεγάλο στοίχημα» για τη διαμόρφωση μεσο-μακροπρόθεσμης τάσης στο Χ.Α. θα παιχτεί στο κατά πόσο οι εισηγμένες εταιρείες θα μπορέσουν να πείσουν το επενδυτικό κοινό για τις μεσο-μακροπρόθεσμες προοπτικές τους μέσα από την εκπόνηση αξιόπιστων τριετών ή και πενταετών business plans.
Το μόνο βέβαιο, όπως δηλώνουν οι αναλυτές, είναι πως υπάρχουν δεκάδες εισηγμένες εταιρείες που μπορούν να ανταποκριθούν με επιτυχία στη συγκεκριμένη πρόκληση.
Υψηλόβαθμο στέλεχος εισηγμένης εταιρείας της μεσαίας κεφαλαιοποίησης, που συμμετείχε στο πρόσφατο roadshow του Χρηματιστηρίου της Αθήνας στο εξωτερικό, περιγράφει με χαρακτηριστικό τρόπο το κλίμα που αντιμετώπισε: «Συναντήσαμε και παρουσιάσαμε την εταιρεία μας σε funds που διαχειρίζονται δισεκατομμύρια ευρώ το καθένα και που δεν έχουν ούτε μία ελληνική μετοχή. Παρακολούθησαν με ενδιαφέρον τις παρουσιάσεις. Αν κάποια από αυτά τα funds… στάξουν κάτι από το ενεργητικό τους στο Χ.Α., όταν η χώρα αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα, τότε θα μιλάμε για πολύ σημαντικές κεφαλαιακές εισροές, ικανές να αλλάξουν πλήρως τα δεδομένα προς το καλύτερο».
Τα στοιχήματα, λοιπόν, που πέφτουν αυτή την περίοδο, είναι το αν και πότε τα διεθνή funds που τοποθετούνται στις αναπτυγμένες αγορές, θα αρχίσουν να αγοράζουν ελληνικά assets. Ο διευθύνων σύμβουλος του Χ.Α. Γιάννος Κοντόπουλος εκτίμησε ότι το 60%-70% των κεφαλαίων που θα επενδύονταν από τα funds που τοποθετούνται σε αναπτυγμένες αγορές, δεν θα περιμένουν την επίσημη αναβάθμιση της ελληνικής κεφαλαιαγοράς μέσα στο 2025, αλλά θα το πράξουν μετά τη λήψη της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία κατά τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα μπορεί να έρθει σε λίγες εβδομάδες ή σε λίγους μήνες.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι εκτιμήσεις της Axia, σύμφωνα με την οποία το υπό διαχείριση ενεργητικό για τις ελληνικές μετοχές θα αυξηθεί κατά 2,3 φορές μετά την επενδυτική βαθμίδα και την αναβάθμιση του Χ.Α., ωστόσο επειδή η πλειονότητα των επενδυτικών κεφαλαίων (το 62% του συνόλου) δεν είναι συνδεδεμένη με δείκτες (index funds), μπορεί να αγοράσει ελληνικές μετοχές αμέσως μετά τη λήψη της επενδυτικής βαθμίδας. Η Axia προβλέπει ότι η συνολική κεφαλαιοποίηση του Χ.Α. ως ποσοστό του ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 15% έως το 2024, κάτι που μεταφράζεται σε αύξηση της χρηματιστηριακής αξίας της ελληνικής αγοράς κατά 45%.
Αν μέσα σε αυτό το κλίμα συνεκτιμήσει κάποιος ότι το πολιτικό ρίσκο της χώρας έχει εξαλειφθεί μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, ότι ο πρωθυπουργός προανήγγειλε πρόωρη αποπληρωμή μέρους του πρώτου μνημονιακού δανείου και πως η κυβέρνηση έχει υποσχεθεί συνετή δημοσιονομική διαχείριση και μπαράζ μεταρρυθμίσεων, τότε μπορεί κάποιος να αντιληφθεί το κλίμα που επικρατεί στο Χ.Α.
Το κρίσιμο ερώτημα
Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Όταν με το… καλό σε λίγες εβδομάδες ή σε κάποιους μήνες η χώρα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα και τα περισσότερα ξένα funds που τοποθετούνται σε αναπτυγμένα χρηματιστήρια, θα έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν ελληνικές μετοχές, θα το πράξουν ασυζητητί ή μήπως θα κοιτάξουν και τις αποτιμήσεις; Και αν τις κοιτάξουν (που θα τις κοιτάξουν…), μήπως τις αξιολογήσουν ως ακριβές; Με άλλα λόγια, μήπως όσο περισσότερο ανεβαίνουν αυτή την περίοδο οι αποτιμήσεις στο Χ.Α., τόσο δυσκολότερα θα «ψωνίσουν» οι ξένοι επενδυτές, οπότε θα υπάρξει ο κίνδυνος μιας βίαιης αποκλιμάκωσης των τιμών;
«Αναμφίβολα έχει αλλάξει ριζικά ο τρόπος με τον οποίο οι ξένοι, αλλά και οι Έλληνες επενδυτές αξιολογούν μια μετοχή. Μέχρι και πέρσι, η κοινή αντίληψη ήταν ότι αγοράζεις μια μετοχή… τζάμπα και από μια τέτοια τοποθέτηση ενδέχεται να σημειώσεις υψηλές αποδόσεις από τη στιγμή που η χώρα αποφύγει την ύφεση και ξεπεράσει το πολιτικό ρίσκο. Πέρυσι, οι δείκτες P/E των περισσότερων εταιρειών βρίσκονταν χαμηλότερα από το 12 ή το 13, με πολλές από αυτές να κινούνται σε μονοψήφιο επίπεδο. Σήμερα, βέβαια, μπορεί η Ελλάδα να έχει αποφύγει την ύφεση και να έχει αφήσει πίσω της το πολιτικό ρίσκο, αλλά από την άλλη πλευρά οι τιμές των μετοχών βρίσκονται 35%-45% ψηλότερα και οι δείκτες P/E με λίγες εξαιρέσεις (πολλές φορές σε τίτλους χαμηλής διασποράς και εμπορευσιμότητας ή σε εταιρείες που φέτος θα υποχρεωθούν σε μεγάλη μείωση κερδών) ξεκινούν από το 11 φτάνοντας στο 20, χωρίς φυσικά να λείπουν και οι υψηλότερες τιμές».
Αυτά δηλώνει γνωστός αναλυτής, συμπληρώνοντας πως πολλά στο χρηματιστηριακό πεδίο θα κριθούν από τα business plans που θα ανακοινώσουν οι εισηγμένες εταιρείες. «Στην παρούσα χρηματιστηριακή φάση έχουν αποτιμηθεί οι τρέχουσες επιδόσεις των εταιρειών και ορισμένες περιπτώσεις με το… παραπάνω. Έτσι, το αγοραστικό δέλεαρ έγκειται στις προσδοκίες για το κατά πόσο οι εισηγμένες εταιρείες του Χ.Α. θα καταφέρουν μέσα στα επόμενα να ενισχύσουν δραστικά τα μεγέθη τους, λειτουργώντας μέσα σε ένα οικονομικό περιβάλλον που προβλέπεται να χαρακτηριστεί από αύξηση του ΑΕΠ και των επενδύσεων», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Για παράδειγμα, οι μετοχές πληροφορικής δεν θα κριθούν σήμερα μόνο με βάση τις περσινές τους επιδόσεις (π.χ. δείκτες P/E που συχνά υπερβαίνουν το 20), αλλά και με αυτές των επόμενων ετών. Δεν είναι τυχαίο ότι στην τριετία οι Epsilon Net και Profile ανακοίνωσαν στόχους για διπλασιασμό μεγεθών, ενώ η Entersoft επιμένει στο ισχυρό διψήφιο ποσοστό ανάπτυξης χρόνο με το χρόνο.
Το ίδιο ισχύει τόσο για τη Mytilineos σε ό,τι αφορά τα νέα αναπτυξιακά της projects, αλλά και για τους κατασκευαστικούς ομίλους, καθώς οι πέντε μεγαλύτερους διέθεταν στην αρχή της χρονιάς ανεκτέλεστο υπόλοιπο συμβάσεων γύρω στα 11 δισ. ευρώ, με την προοπτική να σκαρφαλώσει αυτό στα 15 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2024.
Η Cenergy μπορεί να έχει τρέξει στο ταμπλό του Χ.Α., αλλά έχει αυξήσει δραστικά το υπόλοιπο των ανεκτέλεστων υπογεγραμμένων συμβάσεων και προχωρά σε μεγάλες επενδύσεις προκειμένου να μεγαλώσει την παραγωγική της δυναμικότητα, έτσι ώστε να μπορεί να ικανοποιήσει τη μελλοντική ζήτηση για τα προϊόντα της.
Από την πλευρά τους οι τράπεζες προβάλλουν μια τριετία κατά την οποία θα επιτυγχάνουν ισχυρές κερδοφορίες, θα μοιράζουν μερίσματα, θα ενισχύουν τις κεφαλαιακές τους επάρκειες μέσα από τη μείωση της αναβαλλόμενης φορολογίας, ενώ παράλληλα θα διευρύνουν και τη μετοχική τους διασπορά μέσα από την πώληση των ποσοστών που κατέχει το ΤΧΣ κυρίως σε Πειραιώς και Εθνική.
Η ΔΕΗ προβλέπει βελτίωση των επιδόσεών της και διανομή μερισμάτων από το 2024, ενώ πολλές είναι οι εισηγμένες που ποντάρουν στα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, ή και στις ευκαιρίες που προκύπτουν μέσα από τη διαδικασία της πράσινης μετάβασης στην οικονομία.
Η αύξηση της προσφοράς
Όπως δείχνουν τα πράγματα, μέσα στους επόμενους μήνες του έτους αναμένεται αύξηση προσφοράς μετοχών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας. Η πώληση των ποσοστών του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας κυρίως σε Πειραιώς και Εθνική, η διάθεση ενός ποσοστού που κατέχουν το κράτος και ο όμιλος Λάτση στην Helleniq Energy, αλλά και οι δρομολογούμενες δημόσιες εγγραφές (π.χ. Trade Estates, Noval, ΔΑΑ «Ελευθέριος Βενιζέλος») αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα.
Επίσης, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, θα πρέπει να περιμένουμε και αρκετές περιπτώσεις διάθεσης πακέτων μετοχών σε θεσμικούς και ιδιώτες επενδυτές από τους βασικούς μετόχους (ήδη το έχουμε δει να συμβαίνει), πωλήσεις ιδίων μετοχών, αλλά και placements, καθώς η άνοδος των αποτιμήσεων έχει αρχίσει να προκαλεί το ενδιαφέρον αρκετών βασικών μετόχων προκειμένου να διαθέσουν τμήμα των τίτλων τους και παράλληλα να διευρύνουν το free float στις εταιρείες τους. Πιθανές τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι η Cenergy, η Viohalco, η Prodea, η Austriacards (για το 2024) κ.ά.
Μια τέτοια εξέλιξη αποτελεί αναμφίβολα θετικό στοιχείο για την ανάπτυξη της ελληνικής κεφαλαιαγοράς, μέσα από την προσφορά περισσότερων και καλύτερων (περισσότερο εμπορεύσιμων ή και ισχυρότερων) επιλογών, πλην όμως ίσως βραχυμεσοπρόθεσμα να φρενάρουν την αγορά μέσα από μια σημαντική αύξηση της προσφοράς τίτλων.