Εξι «yes» για ελληνικές μετοχές και ομόλογα
Οι νέες εκτιμήσεις διεθνών οίκων με φόντο την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Η συγκριτική αποτίμηση του Χρηματιστηρίου Αθηνών και οι προβλέψεις για τη συνέχεια.
Σχεδόν με μια… φωνή, οι ξένοι επενδυτικοί οίκοι εκφράζουν θετική στάση για την εγχώρια οικονομία και τις ελληνικές μετοχές και τα ομόλογα μετά τις εκλογές του Ιουνίου και πριν από την αναβάθμιση της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα.
Τις προηγούμενες εβδομάδες, έξι σημαντικοί οίκοι του εξωτερικού αύξησαν τις προβλέψεις τους για την οικονομική ανάπτυξη φέτος, μετά τις πρώτες ενδείξεις ότι η επίδοση του β΄ τριμήνου θα είναι σημαντικά καλύτερη του α΄ τριμήνου.
Για τις μετοχές και τα ομόλογα, κάποιοι ξένοι αναλυτές είναι θετικά διακείμενοι εδώ και αρκετό καιρό, αλλά αυτή η θετική σύσταση δεν είχε συνοδευτεί από σημαντικές εισροές στο Χρηματιστήριο και την αγορά των ομολόγων. Μετά τις εκλογές του Μαΐου, οι ενδείξεις και η εικόνα είναι εντελώς διαφορετικές.
1. Το τελευταίο… ηχηρό θετικό σινιάλο ειδικά για τις ελληνικές μετοχές ήταν από την JP Morgan, που δίνει σύσταση «υπεραπόδοσης» και αναβαθμίζει τη χώρα μετά τις εκλογές, καθώς εκτιμά ότι η νέα κυβέρνηση θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, ενώ η άνοδος στην αγορά μετοχών μπορεί να συνεχιστεί με αφορμή και την αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα.
Βάσει της ανάλυσης της JP Morgan, η ελληνική αγορά μετοχών παραμένει σε μεγάλο discount, της τάξεως του 50%, σε σχέση με τις αναδυόμενες αγορές με βάση τον δείκτη P/E τους επόμενους 12 μήνες, ενώ οι αποδόσεις των ελληνικών δεκαετών είναι 40 μονάδες βάσης χαμηλότερα από τα ιταλικά δεκαετή. Οι δείκτες αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών είναι πάνω από τις τράπεζες του δείκτη Eurostoxx Banks.
Το στοιχείο με τη μεγαλύτερη σημασία για την αγορά είναι η εκτίμηση της μεγαλύτερης αμερικανικής τράπεζας ότι οι τοποθετήσεις των funds στις ελληνικές μετοχές είναι σχεδόν ασήμαντες για την ώρα, γεγονός που μπορεί να είναι καταλύτης για το ράλι με την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας. Τα στοιχεία σχετικά με τις θέσεις των funds στις ελληνικές μετοχές δείχνουν ότι, παρά την ισχυρή άνοδο φέτος, οι επενδυτές είναι έντονα υποεπενδυμένοι στην Ελλάδα.
Το 61% των κεφαλαίων που επενδύουν στις αναδυόμενες αγορές κατέχουν μηδενική συμμετοχή και κανένας επενδυτής δεν έχει θέση πάνω από 2% έναντι του 0,4% που είναι η στάθμιση του δείκτη MSCI Greece στον δείκτη αναφοράς των αναδυόμενων αγορών MSCI Emerging Markets, σύμφωνα με τα στοιχεία του EPFR. Τα ευρωπαϊκά αμοιβαία κεφάλαια απέχουν επίσης σε γενικές γραμμές. Η πιθανή αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα από τους οίκους αξιολόγησης θα αποτελέσει τον καταλύτη που θα φέρει στο επίκεντρο τις ελληνικές μετοχές.
2. Αρκετά όμοια είναι η θέση της HSBC, η οποία εξακολουθεί να είναι θετική για την πορεία των ελληνικών μετοχών και παραμένει αγοραστής, καθώς πιστεύει ότι θα ενισχυθούν από τον συνδυασμό της ισχυρής κυκλικής ανάκαμψης, των φθηνών αποτιμήσεων και των μικρών τοποθετήσεων των ξένων επενδυτών που μόλις το τελευταίο διάστημα έχουν αρχίσει να αυξάνονται λόγω των τραπεζών.
Είναι σαφές ότι ένα σημαντικό μέρος του επενδυτικού story για την Ελλάδα σχετίζεται με τις τράπεζες: το consensus σε όρους πολλαπλασιαστή κερδοφορίας P/E είναι στις 6 φορές για το 2023, ενώ ο δείκτης εσωτερικής αξίας (P/BV) και για τα δύο έτη είναι 0,5-0,8 φορές.
3. Από την πλευρά της, η αμερικανική Citigroup υπολογίζει ότι οι δείκτες αποτίμησης των ελληνικών μετοχών σε όρους κερδοφορίας είναι σε χαμηλότερα επίπεδα με τις αναδυόμενες αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Citi, ο δείκτης τιμής προς κέρδη (P/Ε) για φέτος εκτιμάται σε 8,1 φορές έναντι 11,1 φορές για τις αναδυόμενες αγορές της περιοχής μας. H Ελλάδα είναι φθηνή και σε σχέση με τις αγορές μετοχών της Ευρώπης αλλά σε παρόμοια επίπεδα με την Ιταλία, αφού ο δείκτης P/E για την Ευρώπη τοποθετείται στις 12,6 φορές και τις 8 φορές για την Ιταλία.
Σημαντικά υψηλότερα θα κινηθούν και τα κέρδη ανά μετοχή φέτος των ελληνικών μετοχών έναντι της περιοχής CEEMA και της Ευρώπης. H Citi παραμένει αγοραστής και στα ομόλογα και έχει εκτιμήσει ότι το spread στο δεκαετές ελληνικό ομόλογο με το γερμανικό (GGB-Bund) θα μπορούσε να φτάσει τις 120 μονάδες βάσης, καθώς μια αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα (IG) φαίνεται πιο κοντά.
4. Το Χ.Α. αποτελεί μία από τις κορυφαίες επιλογές της Goldman Sachs μεταξύ των αναδυόμενων αγορών της Ευρώπης και ο αμερικανικός οίκος θέτει τιμή-στόχο για τον Γενικό Δείκτη στις 1.375 μονάδες από τις 1.200 μονάδες που ανέμενε το προηγούμενο χρονικό διάστημα, με την αγορά να βρίσκεται σήμερα στα επίπεδα των 1.320 μονάδων. Είναι η τρίτη φορά φέτος που αυξάνει την τιμή-στόχο του Γενικού Δείκτη η Goldman Sachs.
Το περιθώριο ανόδου είναι της τάξεως του 8% περίπου κατά τους επόμενους δώδεκα μήνες, ενώ ο δείκτης αποτίμησης κερδών P/E για τους επόμενους δώδεκα μήνες τοποθετείται στις 8,8 φορές, χαμηλότερα από τον στόχο της Goldman Sachs στις 8,9 φορές και 12,2 φορές για τις αναδυόμενες αγορές και 12,1 φορές για τις αγορές της ευρύτερης περιοχής μας (CEEMEA).
Τα κέρδη ανά μετοχή εκτιμάται πως θα ενισχυθούν κατά 8% τους επόμενους δώδεκα μήνες, με το consensus των αναλυτών να βρίσκεται λίγο χαμηλότερα στο 2%, ενώ η μερισματική απόδοση εκτιμάται στο 4%.
5. Η αμερικανική Morgan Stanley περιμένει ότι μετά από μια δεκαετία απομόχλευσης, οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται στο μεταίχμιο μιας πιθανής καμπής για την αύξηση των δανείων, που θα οδηγηθεί από τα ευρωπαϊκά ταμεία ανάκαμψης. Η Ελλάδα είναι βασικός δικαιούχος του Ταμείου Ανάκαμψης της Ε.Ε., με κατανομή 31 δισ. ευρώ για την περίοδο 2021-2026 και την πρώτη δόση ύψους 4 δισ. ευρώ να έχει εκταμιευθεί ήδη από τον Αύγουστο.
Η Morgan Stanley πιστεύει ότι αυτό αντιπροσωπεύει μια πιθανή καμπή για την αύξηση των δανείων στην Ελλάδα και προβλέπει ετήσιο ρυθμό περίπου 5,5% για τα δάνεια που εκτελούνται το 2020-2024, κυρίως λόγω των επιχειρηματικών δανείων. Η Morgan Stanley αναμένει ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν να εστιάζουν στη βελτιστοποίηση του κόστους (εξορθολογισμός υποκαταστημάτων, μείωση του κόστους εξυπηρέτησης NPEs), για να αντισταθμίσουν τις πιέσεις στα NII. Τα λειτουργικά έξοδα θα κινηθούν από σταθερά έως -5% το 2020-2024.
6. Τέλος, η επίσης αμερικανική Jefferies εκτιμά ότι η εγχώρια αγορά θα κινηθεί υψηλότερα συγκριτικά με τις ανεπτυγμένες και τις αναδυόμενες αγορές, με τους αναλυτές του οίκου να αναμένουν αύξηση των EPS κατά 24,7% και 10,1% για τις πρώτες (σε 12μηνο και 24μηνο) και κατά 24,6% και 10,5% αντίστοιχα για τις δεύτερες.
Παράλληλα, η εγχώρια αγορά μετοχών, σύμφωνα με τη Jefferies διαπραγματεύεται με δείκτη τιμής προς κέρδη (P/E) στις 11,3 φορές τους επόμενους 12 μήνες, δείκτη τιμής προς λογιστική αξία (P/BV) στις 0,93 φορές και δείκτη PEG (δείκτης τιμής προς κέρδη σταθμισμένος προς αύξηση των κερδών ανά μετοχή) στις 0,7 φορές και στις 0,5 φορές για τους επόμενους 12 και 24 μήνες. Η μερισματική απόδοση (D/Y) υπολογίζεται σε 3,44% και η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων (ROE) στο 8,6%.