HSBC: Τι έμαθαν οι επενδυτές από το roadshow στην Αθήνα
Ομάδα επενδυτών συναντήθηκε με τραπεζίτες και στελέχη της κυβέρνησης. Οι εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις του «Daniel». Τα κέρδη των τραπεζών και τι κερδίζει η χώρα από μια νέα αναβάθμιση.
«Πήγαμε τους επενδυτές στην Αθήνα για να δούμε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τις τράπεζες, την ώρα που η Ελλάδα απέκτησε την επενδυτική βαθμίδα μετά από 13 χρόνια», επισημαίνει η τράπεζα HSBC. Το επενδυτικό ταξίδι στην Αθήνα έγινε 11-13 Σεπτεμβρίου, με τη συμμετοχή εκπροσώπων μεγάλων διεθνών επενδυτικών funds, με κύριο στόχο την ανάδειξη των προοπτικών των ελληνικών εισηγμένων εταιρειών και την προώθηση του επενδυτικού κλίματος.
Τα βασικά συμπεράσματα των επενδυτών και της HSBC είναι ότι:
- Η ανάπτυξη παραμένει σταθερή, αποσυνδεδεμένη από την ευρωζώνη, καθώς η χώρα εξακολουθεί να συγκεντρώνει τις δυνάμεις της από την κρίση δημόσιου χρέους,
- Τα υψηλότερα επιτόκια δεν έχουν μεγάλο αρνητικό αντίκτυπο μέχρι στιγμής και το κόστος των πλημμυρών φαίνεται διαχειρίσιμο,
- Η αναπτυξιακή δυναμική είναι ισχυρή.
«Η χώρα αναβαθμίστηκε σε επενδυτική βαθμίδα από την DBRS στις 8 Σεπτεμβρίου και τα εγχώρια κρατικά ομόλογα είναι πλέον αποδεκτά ως ενέχυρο στην ΕΚΤ χωρίς καμία πιστωτική απαλλαγή και με χαμηλότερο κούρεμα από ό,τι πριν. Μια περαιτέρω αναβάθμιση από την S&P (20 Οκτωβρίου) ή τη Fitch (1 Δεκεμβρίου) θα μπορούσε να σημάνει την ένταξη της Ελλάδας στους δείκτες ομολόγων IG και να συμβάλει στη διεύρυνση της βάση των επενδυτών», εκτιμά η HSBC.
«Με πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα, περίπου 38 δισ. ευρώ ταμειακά αποθέματα (18% του ΑΕΠ) και το χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ να μειώνεται με ταχείς ρυθμούς, την κυβέρνηση να εξακολουθεί να επικεντρώνεται στην πλευρά της προσφοράς και τις μεταρρυθμίσεις, οι εγχώριοι παράγοντες και οι επενδυτές συμφώνησαν ότι το να ακολουθήσει η Ελλάδα μια παρόμοια πορεία με την Πορτογαλία όσον αφορά τα κρατικά spreads είναι προβλεπόμενη», σημειώνει η τράπεζα.
Αναφορικά με τις τράπεζες, η HSBC βλέπει ότι ένας ακόμη γύρος αναβαθμίσεων των καθαρών εσόδων από τόκους φαίνεται πιθανός για τις τράπεζες, λόγω της πολύ χαμηλής μετακύλισης των υψηλότερων επιτοκίων στις καταθέσεις.
Από την άλλη, η ΤτΕ εξέφρασε ανησυχίες για αυτό, καθώς εκτιμά ότι τα καθαρά έσοδα από τόκους θα μειωθούν τελικά καθώς τα επιτόκια θα κορυφώνονται και ελλείψει επαρκούς αύξησης των δανείων. Οι τράπεζες σχεδιάζουν να αντισταθμίσουν την πτώση των περιθωρίων κέρδους εστιάζοντας σε άλλες κατηγορίες εσόδων και κυρίως από τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων και τις περαιτέρω περικοπές κόστους.
Η αποεπένδυση του ΤΧΣ, το χρονοδιάγραμμά του και οι δυνατότητες επιστροφής κεφαλαίου ήταν άλλα βασικά σημεία συζήτησης μεταξύ των επενδυτών που ταξίδεψαν και των εγχώριων παραγόντων.
Η πρώτη εντύπωση είναι ότι ο αντίκτυπος από τις πλημμύρες είναι διαχειρίσιμος
Η Ελλάδα επλήγη πρόσφατα από πλημμύρες, σε μια περιοχή που αντιπροσωπεύει το 15% των γεωργικής παραγωγής. Σύμφωνα με τους περισσότερους οικονομολόγους, ο βραχυπρόθεσμος αντίκτυπος στην ανάπτυξη θα πρέπει να είναι περιορισμένος και το δημοσιονομικό κόστος διαχειρίσιμο. Η κυβέρνηση επαναβεβαίωσε τον στόχο για το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα στο 0,7% του ΑΕΠ για φέτος, ο οποίος θα πρέπει να είναι εφικτός δεδομένης της υπεραπόδοσης μέχρι σήμερα και επειδή η ΕΕ είναι πρόθυμη να συνεισφέρει έως και 2,5 δισ. ευρώ από πρόσθετα κονδύλια της ΕΕ για τις πλημμύρες στη Θεσσαλία.
«Ενώ οι δείκτες δραστηριότητας κατευθύνονται χαμηλότερα σε μεγάλο μέρος της ΕΕ, ο ρυθμός αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ επιταχύνθηκε το β' τρίμηνο του 2023 (από 2,1% σε ετήσια βάση σε 2,7%), με κινητήρια δύναμη την κατανάλωση. Οι δείκτες PMI παραμένουν αρκετά πάνω από το όριο του 50 και ο δείκτης κλίματος της ΕΕ αυξήθηκε σε υψηλό 17 μηνών τον Αύγουστο. Ο τουρισμός βρίσκεται πάνω από τα προ της πανδημίας επίπεδα και η χρήση του NGEU της ΕΕ, από το οποίο η Ελλάδα έχει αντλήσει 35 δισ. ευρώ (18% του ΑΕΠ), επιταχύνεται, ιδίως για τα δάνεια που χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση ιδιωτικών και όχι δημόσιων επενδύσεων.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι, με τους οποίους είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσαμε στην Αθήνα, βλέπουν περιορισμένες επιπτώσεις από τα υψηλότερα επιτόκια, αν και η αύξηση των δανείων έχει επιβραδυνθεί.
Παρόλο που το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχει διευρυνθεί πρόσφατα, σε όλη τη διάρκεια τα υψηλά επίπεδα ξένων επενδύσεων παρέχουν μια πιο σταθερή πηγή χρηματοδότησης από ό,τι στο παρελθόν», καταλήγει ο βρετανικός οίκος.