Τα πέντε όπλα της εγχώριας αγοράς κόντρα στη συγκυρία
Τα δεδομένα της συγκυρίας και τα «πλεονεκτήματα» της ελληνικής αγοράς. Οι ενισχυμένες προσδοκίες, τα ακραία αρνητικά σενάρια, η στάση των ξένων θεσμικών και το macro story.
Σε μια χρονική συγκυρία φόβου και ανασφάλειας με σαφή υφεσιακά χαρακτηριστικά, οι υπεύθυνοι των εισηγμένων εταιρειών του Χ.Α. καλούνται να πείσουν τους αναλυτές των ξένων θεσμικών χαρτοφυλακίων τόσο για το «macro story» της ελληνικής οικονομίας, όσο και για τα δικά τους αναπτυξιακά αφηγήματα.
Τα ελληνικά επιχειρήματα φαίνεται να είναι αρκετά και αξιόλογα, ιδίως όταν υπάρχουν δεκάδες εισηγμένες εταιρείες που τελούν υπό διαπραγμάτευση με λογικότατους δείκτες αποτίμησης και φαίνεται πως είναι σε θέση να επαναλάβουν το 2024 επιδόσεις αντίστοιχες με τις φετινές ή και καλύτερες.
Ωστόσο, είναι αμφίβολο για το αν όλα αυτά είναι επαρκή για να πείσουν τους ξένους θεσμικούς, σε περίπτωση που δούμε να γίνονται πραγματικότητα ακραία αρνητικά σενάρια στο διεθνές σκηνικό. Άλλωστε, ούτε και η ελληνική οικονομία θα παραμένει αλώβητη σε μια τέτοια περίπτωση.
Πάντως, μέχρι τώρα η επικρατούσα αντίληψη φαίνεται να… βολεύει το Χ.Α.: Οι αναλυτές προβλέπουν ότι τελικά ο πόλεμος στη Γάζα δεν θα πάρει ευρύτερες διαστάσεις, ότι το ευρωπαϊκό ΑΕΠ θα συνεχίσει και του χρόνου να κινείται σε ελαφρά θετικό επίπεδο (γύρω στο +1% με +1,5%) και πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όχι μόνο δεν θα ανεβάσει περαιτέρω τα επιτόκια, αλλά αντίθετα, θα αρχίσει να τα αποκλιμακώνει από τον Ιούνιο του 2024 και μετά. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η πρόβλεψη για ελληνικό ΑΕΠ στο +3% θεωρείται λογική.
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική οικονομία δεν αναμένεται να κινηθεί με ενιαίο τρόπο, καθώς άλλοι κλάδοι (π.χ. κατασκευές, πληροφορική, υπηρεσίες συμβούλων) θα συνεχίσουν να «τρέχουν με χίλια» και άλλοι θα επηρεαστούν δραστικά από τις επιπτώσεις του πληθωρισμού και από την εκτίναξη των επιτοκίων.
«Η Ελλάδα αποτελεί μια άλλη υπόθεση»
Με τους αναλυτές να έχουν πλέον πειστεί ότι το 2024 θα αποτελέσει μια ακόμη πολύ δύσκολη χρονιά για την παγκόσμια οικονομία, ακόμη κι αν δεν δούμε επέκταση της κρίσης στη Μέση Ανατολή, τα στελέχη των εισηγμένων εταιρειών του Χ.Α. καλούνται να πείσουν τους διαχειριστές των ξένων θεσμικών χαρτοφυλακίων ότι «η Ελλάδα αποτελεί μια άλλη υπόθεση».
Άλλωστε, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα άρει τις απαγορεύσεις που υπάρχουν στα καταστατικά πολλών ισχυρών funds και άρα αυτά θα επιτρέπεται να αγοράζουν ελληνικά assets. Ωστόσο, από το στάδιο της «μη απαγόρευσης» έως την «επένδυση» υπάρχει μια σημαντική απόσταση που θα πρέπει να καλυφθεί από την πλευρά των ελληνικών εισηγμένων εταιρειών.
Ποια, λοιπόν, είναι μερικά από τα βασικά επιχειρήματα που παρατίθενται από την ελληνική πλευρά;
- Είναι άλλο πράγμα οι ισχυρές ελληνικές τράπεζες με δείκτη χορηγήσεις προς καταθέσεις στο 60%, με μεγάλα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια και με «τις αλμυρές» προμήθειες και άλλο οι αμερικανικές, αρκετές εκ των οποίων… τρέμουν για τη βιωσιμότητά τους σε περίπτωση που συνεχιστεί η πτώση στις αγορές ομολόγων. Όσο για τις πιέσεις που δέχονται οι τράπεζες για μειώσεις των spreads στα επιτόκια χορηγήσεων, εκτιμάται ότι όλο και κάποιος χώρος θα βρεθεί προκειμένου να γίνει κάτι τέτοιο σε επιλεκτικές περιπτώσεις και έτσι να αποφευχθούν ανεπιθύμητα μαζικά φαινόμενα επισφαλειών.
- Είναι διαφορετική περίπτωση οι ελληνικές εταιρείες πληροφορικής που έχουν μπροστά τους… ζωντανά τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και επίσης τα άυλα πάγιά τους είναι σαφώς περιορισμένα, και διαφορετική είναι η εικόνα των τεχνολογικών κολοσσών του εξωτερικού, οι τιμές των οποίων έχουν προεξοφλήσει απίθανα τεχνολογικά θαύματα του μέλλοντος.
- Δεν ταυτίζονται οι αγορές ακινήτων σε Ελλάδα (κατασκευαστές χωρίς προβλήματα υπερδανεισμού, έλλειμμα ποιοτικών ακινήτων, καλύτερη πορεία ΑΕΠ κ.λπ.) και Ευρώπη, με τις εισηγμένες ΑΕΕΑΠ στο Χρηματιστήριο της Αθήνας να διακρίνονται για τον σχετικά περιορισμένο δανεισμό τους. Οι μετοχές αυτές «δικαιούνται» ενδεχομένως σαφώς χαμηλότερα discounts από τα αντίστοιχα των ευρωπαϊκών.
- Το περιβάλλον πολιτικής σταθερότητας που προδιαγράφεται για τη χώρα για τα επόμενα χρόνια, σε αντίθεση με άλλες χώρες που είτε έχουν μπροστά τους σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις είτε ακόμη οι σημερινές κυβερνήσεις τους απολαμβάνουν χαμηλής δημοτικότητας.
- Συνολικότερα, είναι άλλο πράγμα μια ελληνική οικονομία που προβλέπεται να τρέξει με +3% το 2024, επιτυγχάνοντας παράλληλα θετικό πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα (μόνο η νέα φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών θα φέρει από το 2024 επιπλέον φορολογικά έσοδα ύψους 600-800 εκατ. ευρώ) και νέα βελτίωση στο δείκτη του δημόσιου χρέους της (το 2025 θα βρεθούμε χαμηλότερα από την Ιταλία), με τη συρρίκνωση των spreads των δικών μας κρατικών χρεογράφων να αποτελεί ακόμη μία σαφή ένδειξη. Στο ερώτημα γιατί η ελληνική οικονομία υπεραποδίδει έναντι των ευρωπαϊκών, η απάντηση είναι διπλή: Πρώτον, γιατί υπάρχουν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και, δεύτερον, γιατί επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από τον τουρισμό και έχει φανεί κατά τα τελευταία χρόνια ότι ο κόσμος περιορίζει όλες τις άλλες καταναλωτικές δαπάνες του (π.χ. ρούχα, τρόφιμα) εκτός από τις διακοπές του.
Στα παραπάνω επιχειρήματα, αρωγός της ελληνικής περίπτωσης έρχεται και η ίδια η ειδησεογραφία, καθώς μόνο κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα είχαμε την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, το επενδυτικό ενδιαφέρον της ιταλικής Unicredit για την Ελλάδα και τη δρομολογούμενη αποχώρηση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τις εγχώριες συστημικές τράπεζες (ολοκληρώθηκε στη Eurobank και μέσα στο 2023 αναμένεται να δούμε την πλήρη απεμπλοκή του ΤΧΣ από την Alpha Bank και να γίνεται η «μισή δουλειά» στην Εθνική Τράπεζα).
Το διεθνές περιβάλλον και η ελληνική αγορά
Πληθαίνουν τα μηνύματα που θέλουν τη διεθνή οικονομική στασιμότητα που χαρακτηρίζει τη φετινή χρονιά να συνεχίζεται και μέσα στο 2024, ψαλιδίζοντας τις αρχικές προσδοκίες πως η ισοπέδωση του ΑΕΠ θα διαρκούσε για ένα μόλις έτος. Από τον δείκτη παραγγελιών της βιομηχανίας στην Ευρωζώνη, έως τα προβλήματα στην Κίνα και τη μεγάλη κρίση στο μέτωπο του χάλυβα (μειώνονται βάρδιες μήπως και ανακοπεί η πτωτική πορεία της τιμής του μετάλλου) δείχνουν ότι τα προβλήματα δεν αναμένεται να σταματήσουν στο τέλος του φετινού Δεκεμβρίου.
Ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου ο ρυθμός ανάπτυξης συνεχίζει να είναι ισχυρός, ο προβληματισμός κάθε άλλο παρά εκλείπει, καθώς το δημόσιο χρέος τρέχει με φρενήρεις ρυθμούς όχι μόνο λόγω της παραγωγής μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αλλά και εξαιτίας των τόσο υψηλών επιτοκίων.
Έμπειροι αναλυτές αγωνιούν φυσικά για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και τους μεγάλους κινδύνους που ελλοχεύουν, ωστόσο θεωρούν ότι οι αναιμικοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ δεν οφείλεται σε αυτές.
Πάντως, αν κάτι θετικό πιθανολογείται ότι θα προκύψει από αυτή τη συγκυρία είναι η εκτίμηση των περισσότερων αναλυτών ότι θα δούμε μια τάση αποκλιμάκωσης των επιτοκίων από τα μέσα του 2024 και μετά.
«Εκτιμούμε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όχι μόνο δεν θα αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια, αλλά θα ξεκινήσει να τα μειώνει από τα μέσα του 2024 και αυτό θα γίνει για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, επειδή η μείωση της ζήτησης σε πολλούς κλάδους θα έρθει ούτως ή άλλως και έτσι μια επιπλέον παρέμβαση από το μέτωπο της νομισματικής πολιτικής θα ήταν περιττή ή, καλύτερα, επιζήμια. Και, δεύτερον, διότι χώρες της όπως για παράδειγμα η Ιταλία, θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα στο μέτωπο του δημοσίου χρέους τους αν τα επιτόκια παραμείνουν σε τόσο υψηλά επίπεδα για μεγάλο ακόμη χρονικό διάστημα», αναφέρουν οι ίδιοι κύκλοι, συμπληρώνοντας ότι «Όλοι έχουμε καταλάβει πως έχει έρθει η περίοδος της απομόχλευσης. Το φούσκωμα των οικονομιών με τεχνητά μέσα έχει φτάσει ή και έχει ξεπεράσει τα όριά του».
Αλλά και από την πλευρά της αμερικανικής ομοσπονδιακής τράπεζας, της Fed, η αύξηση των επιτοκίων αν δεν έχει βρεθεί ήδη στο τέλος της, το πλησιάζει. Ενδεικτικές οι δηλώσεις του προέδρου της ότι η οικονομία των ΗΠΑ παραμένει ανθεκτική, ότι ο πληθωρισμός διατηρείται πάνω από τον στόχο και ότι «το ερώτημα για τη Fed δεν είναι αν θα προχωρήσει σε μείωση επιτοκίων, αλλά το αν θα αφήσει τα επιτόκια αμετάβλητα ή αν θα προχωρήσει σε νέες αυξήσεις». Από την άλλη πλευρά, όμως, το αμερικανικό δημόσιο χρέος τρέχει με υψηλούς ρυθμούς και τα τρέχοντα επιτόκια δυναμιτίζουν περαιτέρω την κατάσταση. Η εκτίμηση είναι ότι τόσο υψηλά επιτόκια δεν μπορεί να είναι διατηρήσιμα για μεγάλο ακόμη χρονικό διάστημα.
Σ’ αυτό το κλίμα, οι ελληνικές εισηγμένες αναμένεται να εμφανίσουν φέτος αθροιστική κερδοφορία που μπορεί μεν να κινηθεί χαμηλότερα σε σχέση με το 2022 (είχαν προκύψει «ουρανοκατέβατα» κέρδη»), αλλά θα κυμανθεί σε σαφώς ικανοποιητικά επίπεδα, με τάση περαιτέρω βελτίωσής της μέσα στην επόμενη χρονιά και αυτό όταν οι αποτιμήσεις έχουν «ξεφουσκώσει» σημαντικά σε σύγκριση με τα υψηλά του φετινού Ιουλίου.
Με τη συνολική κεφαλαιοποίηση του Χ.Α. να κυμαίνεται γύρω στα 82 δισ. ευρώ, οι φετινές χρηματικές διανομές των εισηγμένων θα προσεγγίσουν τα 3 δισ. ευρώ (μέση μερισματική απόδοση στο 3,65%), ενώ από το 2024 και μετά στον χορό των μερισμάτων αναμένεται να επιστρέψουν και οι συστημικές τράπεζες. Οι περισσότεροι αναλυτές είναι θετικοί για τις ελληνικές μετοχές (π.χ. βλέπε τελευταία έκθεση της Deutsche Bank), υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι δεν θα δούμε κάποιες περαιτέρω ανεπιθύμητες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.