Οι όροι για νέα άνοδο του Χρηματιστηρίου το 2024
Διατηρεί τη δυναμική το ΧΑ, ωστόσο υπαρκτοί είναι και οι κίνδυνοι. Γιατί οι αναλυτές επιμένουν στο stock picking. Ποιες είναι οι πρώτες εκτιμήσεις για την νέα χρηματιστηριακή χρονιά.
Η νέα χρονιά θα ξεκινήσει με το Χρηματιστήριο της Αθήνας να βρίσκεται -άμεσα ή έμμεσα- στο κέντρο της επικαιρότητας. Η διεθνής επενδυτική κοινότητα παρακολουθεί μια Ελλάδα που ανακτά την επενδυτική βαθμίδα, που επιστρέφει στην κανονικότητα, που υπεραποδίδει έναντι των ευρωπαϊκών και που χαρακτηρίστηκε από τον Economist ως «χώρα της χρονιάς».
Πέραν αυτών, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις λίγες χώρες της Ευρώπης που δεν αντιμετωπίζουν πολιτικό ρίσκο, ενώ παράλληλα, τους επόμενους μήνες, ετοιμάζεται να προχωρήσει σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων που φαίνεται να έχουν τη στήριξη της κοινής γνώμης και να προκαλούν θετικές εντυπώσεις στο εξωτερικό.
Σ’ αυτό το περιβάλλον, το Χρηματιστήριο της Αθήνας, το οποίο δικαίωσε όσους το επέλεξαν κατά την τελευταία τριετία, έχει τις προϋποθέσεις -σύμφωνα με το βασικό σενάριο- να σημειώσει ακόμη μία θετική χρονιά, με τον δείκτη κεφαλαιοποίησης προς ΑΕΠ να υπολείπεται του 30%, τα P/E να είναι λογικά και την προβλεπόμενη μερισματική απόδοση να προσεγγίζει το 4%.
Από την άλλη πλευρά, οι αναλυτές προειδοποιούν ότι σειρά αβεβαιοτήτων παραμένει στο τραπέζι και πως, ακόμη και με βάση το θετικό σενάριο, η άνοδος στο ταμπλό ούτε συνεχής θα είναι, ούτε θα περιλαμβάνει το σύνολο των μετοχών. Όπως επισημαίνουν, χρειάζεται υπομονή, σύνεση, προσεκτική επιλογή τίτλων και λίγη τύχη προκειμένου να αποφευχθούν κάποια ενδεχόμενα απρόβλεπτα γεγονότα σε διεθνές επίπεδο.
Η θετική ατζέντα
Η Ελλάδα και η κεφαλαιαγορά της έχουν όλες τις προϋποθέσεις έτσι ώστε να καταστούν μέσα στο 2024 το «κέντρο της συζήτησης» (the talk of the town) των ξένων αναλυτών και να μπουν στην «επενδυτική μόδα», υποστηρίζουν εγχώριοι χρηματιστηριακοί κύκλοι, μελετώντας τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών, αλλά και συνεκτιμώντας αυτά που προβλέπεται να ακολουθήσουν στο ορατό μέλλον.
Σε αντίθεση με την προηγούμενη δεκαετία, όταν η αρνητική δημοσιότητα ήταν σχεδόν ταυτισμένη με τη χώρα μας και την οικονομία της, τα τρέχοντα δημοσιεύματα είναι άκρως κολακευτικά.
Οι ξένοι αναλυτές διαβάζουν εδώ και μήνες τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης να επαναφέρουν την επενδυτική βαθμίδα στο ελληνικό δημόσιο χρέος, να γίνεται λόγος για την υπεραπόδοση του ΑΕΠ της χώρας σε σχέση με την Ευρώπη, ενώ παράλληλα διαπιστώνουν πως όσοι τοποθετήθηκαν κατά την τελευταία τριετία σε μετοχές του Χ.Α. (π.χ. αυξήσεις κεφαλαίου τραπεζών και ΔΕΗ, αποεπένδυση ΤΧΣ από τράπεζες κ.λπ.) καταγράφουν θετικές αποδόσεις και τα spreads των ελληνικών ομολόγων έχουν επανέλθει σε επίπεδα που θυμίζουν Ισπανία και Πορτογαλία.
Όπως όλα δείχνουν, η θετική ατζέντα για την Ελλάδα και τις επενδύσεις θα συνεχιστεί και κατά τους αμέσως επόμενους μήνες για δύο κυρίως λόγους:
- Γιατί η Ελλάδα συγκαταλέγεται πλέον στις λίγες χώρες που δεν αντιμετωπίζουν ζητήματα πολιτικού ρίσκου. Αντίθετα, το 2024 αποτελεί εκλογικό έτος για τις ΗΠΑ, ενώ τα δημοσκοπικά ποσοστά πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων (π.χ. Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία) είναι έντονα ανησυχητικά, γεγονός που τις εμποδίζει να λάβουν δύσκολες αποφάσεις. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι τον Ιούνιο του 2024 θα έχουμε και τη διεξαγωγή ευρωεκλογών, με πολλούς Ευρωπαίους αναλυτές να ανησυχούν πως η ακροδεξιά θα αναδειχτεί σε δεύτερη πολιτική δύναμη στη Γηραιά ήπειρο, με την Ελλάδα ωστόσο -ευτυχώς- να βρίσκεται εκτός του κάδρου των προβλημάτων αυτή την περίοδο.
- Επειδή η κυβέρνηση προχωρεί στη θεσμοθέτηση μιας σειράς μεταρρυθμίσεων (π.χ. μη κρατικά πανεπιστήμια, τομέας δικαιοσύνης, επιστολική ψήφος), οι περισσότερες εκ των οποίων αντιμετωπίζονται μάλλον θετικά από την κοινή γνώμη ή τουλάχιστον από ένα ποσοστό που υπερβαίνει τα κυβερνητικά εκλογικά ποσοστά. Όλα αυτά θα προκαλέσουν πιθανότατα ένα θετικό σετ ειδήσεων στη διεθνή επενδυτική κοινότητα για την Ελλάδα.
Το Χρηματιστήριο της Αθήνας έχει κάθε λόγο να επιδιώκει αυτή τη θετική δημοσιότητα, καθώς μέσα στο 2024 θα ζητήσει να προσελκύσει μεγάλο ύψος φρέσκων κεφαλαίων από το εξωτερικό, με την εισαγωγή νέων εταιρειών (π.χ. Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών, Noval ΑΕΕΑΠ, Lamda Malls), με την ολοκλήρωση της αποεπένδυσης του ΤΧΣ από Εθνική και Πειραιώς, αλλά και μέσα από μια σειρά placements που βρίσκονται στην ατζέντα πολλών εισηγμένων εταιρειών.
Βασικό σενάριο και υπερβολές
Λίγο πριν από το ξεκίνημα του 2024, σπάνια έχουμε δει το σύνολο σχεδόν των αναλυτών να συμφωνεί σε ένα θετικό σενάριο τόσο για την ελληνική οικονομία όσο και για τις μετοχές του Χ.Α. μέσα στην επόμενη χρονιά.
Άλλωστε, οι αισιόδοξες εκτιμήσεις δεν στηρίζονται σε μεγαλεπήβολους στόχους, αλλά σε μάλλον συντηρητικές εκτιμήσεις. Ειδικότερα, με το P/E των τραπεζών να είναι έντονα μονοψήφιο και των άλλων εισηγμένων να κυμαίνεται κατά μέσο όρο γύρω στο 12, οι αναλυτές θεωρούν πως μπορεί να προκύψει άνοδος για τους ελληνικούς τίτλους, ακόμη και σε περίπτωση που το ελληνικό ΑΕΠ τρέξει με +2% και η εταιρική κερδοφορία διατηρηθεί στα φετινά επίπεδα.
Άλλωστε, με τη συνολική τρέχουσα κεφαλαιοποίηση του Χ.Α. να κυμαίνεται γύρω στα 88 δισ. ευρώ (κάτω από το 30% του ΑΕΠ που θα έλεγε και ο Buffett) και με τις χρηματικές διανομές του 2024 να προβλέπεται πως θα κυμανθούν ή και θα υπερβούν τα 3,5 δισ. ευρώ (με τη συμμετοχή των συστημικών τραπεζών και της ΔΕΗ μετά από πολλά χρόνια), φαίνεται να προκύπτει μια μέση μερισματική απόδοση κοντά στο καθόλου ευκαταφρόνητο 4% και αυτό σε μια περίοδο προσδοκιών για αποκλιμάκωση των διεθνών επιτοκίων.
Ενδεικτική του κλίματος που επικρατεί στην αγορά είναι η εκτίμηση του Δημήτρη Τζάνα (σύμβουλος διοίκησης της Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ) για μια καλή χρηματιστηριακή πορεία, με καταλύτη το συνεχιζόμενο ενάρετο κύκλο στην ελληνική οικονομία, η οποία συνδυάζει αύξηση του ΑΕΠ και αποκλιμάκωση του δείκτη δημοσίου χρέους.
«Η εισροή κοινοτικών κονδυλίων, η αύξηση των επενδύσεων, η ανάπτυξη του τουρισμού που ήρθε για να μείνει και η τάση περαιτέρω διεθνοποίησης των ελληνικών εταιρειών προβλέπεται να μας συνοδεύουν και κατά τα επόμενα χρόνια. Επιπλέον, η επιδιωκόμενη για το 2025 μετάταξη του Χ.Α. στις αναπτυγμένες διεθνείς κεφαλαιαγορές θα δώσει τη δυνατότητα σε funds του εξωτερικού, ύψους 60 τρισ. δολαρίων, να εξετάσουν το ενδεχόμενο τοποθέτησής τους σε ελληνικές μετοχές. Το διεθνές κλίμα αβεβαιότητας ενδεχομένως να καθυστερήσει τις τοποθετήσεις τέτοιων funds, ωστόσο κάτι τέτοιο -γρηγορότερα ή αργότερα- είναι νομοτελειακά βέβαιο πως θα γίνει».
Από την άλλη πλευρά, όμως, κύκλοι της αγοράς θεωρούν πως είναι επιζήμιο να καλλιεργηθούν από τώρα υπερβολικές προσδοκίες, ιδίως όταν το διεθνές περιβάλλον είναι αβέβαιο.
«Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω αυτούς τους επενδυτές που διαμαρτύρονται ότι ο Γενικός Δείκτης έχει κολλήσει εδώ και κάποιο καιρό στα ίδια επίπεδα. Η φύση αναπτύσσεται κάθε χρόνο με ρυθμό γύρω στο 3% και μια οικονομία κάπως περισσότερο. Από ιστορικής άποψης, η μέση ετήσια αύξηση των τιμών των μετοχών στις ΗΠΑ δεν υπερβαίνει το 9%. Στο Χ.Α., λοιπόν, ο Γενικός Δείκτης κέρδισε το 2023 σχεδόν 38% (πέραν των μερισμάτων) και ορισμένοι δυσφορούν γιατί έχει κολλήσει. Το επισημαίνω ως λάθος νοοτροπία και ως πιθανή πηγή εσφαλμένων επενδυτικών αποφάσεων», σημειώνει γνωστός χρηματιστής συμπληρώνοντας:
«Αλήθεια είναι ότι οι αποτιμήσεις των μετοχών στο Χ.Α. είναι λογικές και όλα δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία θα τρέξει την επόμενη χρονιά με ένα συμπαθητικό ρυθμό ανάπτυξης, έχοντας αφήσει πίσω τα προβλήματα αναξιοπιστίας και πολιτικού ρίσκου. O συνδυασμός αυτός έχει δημιουργήσει ένα θετικό κλίμα σε όλους τους αναλυτές -ακόμη και στους συντηρητικούς- να εκτιμούν ότι έχουμε μπροστά μας μια θετική χρονιά.
Όμως, από το σημείο αυτό μέχρι να φανταζόμαστε ένα ράλι την εβδομάδα, η απόσταση είναι τεράστια. Οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι παραμένουν. Αλλά ακόμη με βάση το θετικό σενάριο, η όποια άνοδος δεν θα έρθει χωρίς διακυμάνσεις, ούτε θα αφορά απαραίτητα όλο το ταμπλό του Χρηματιστηρίου. Χρειάζεται υπομονή, σύνεση, προσεκτική επιλογή τίτλων και λίγη τύχη προκειμένου να αποφευχθούν κάποια ενδεχόμενα απρόβλεπτα γεγονότα σε διεθνές επίπεδο.
Και φυσικά, σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να μας διαφεύγουν όχι μόνο οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, αλλά και η κατάσταση της διεθνούς οικονομίας. Όσοι πανηγυρίζουν για την αναμενόμενη πτώση των επιτοκίων, θα πρέπει να συνεκτιμήσουν ότι αυτή δεν γίνεται επειδή υποχώρησε ο πληθωρισμός στα επιθυμητά επίπεδα, αλλά εξαιτίας του ότι υπερδανεισμένες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιταλία, δεν μπορούν να αντέξουν τόσο υψηλό κόστος χρηματοδότησης.
Να μην ξεχνούμε επίσης ότι η ευρωπαϊκή οικονομία σέρνεται, με τις προβλέψεις για το 2024 να περιορίζουν τον μέσο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ μόλις στο +0,8%, με τη Γερμανία και τον Βορρά να υποαποδίδει. Όλα αυτά ενδεχομένως να επηρεάσουν και την ελληνική οικονομία, η οποία πιθανόν να μην μπορέσει να πιάσει το στόχο του +2,9% που έχει θέσει για το 2024».