Jefferies: Γιατί οι ελληνικές τράπεζες στρέφονται στο asset management
Ευκαιρία για τον τραπεζικό κλάδο η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, τονίζει ο οίκος. Ποια εμφανίζει τις ισχυρότερες επιδόσεις στον τομέα, ποιες «ανεβαίνουν». Οι συστάσεις και οι τιμές-στόχοι.
Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα Jefferies και ο Alexander Demetriou επισημαίνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες εστιάζουν στη βελτίωση των εσόδων τους από τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, προκειμένου να στηρίξουν την αύξηση των προμηθειών τα επόμενα χρόνια. Οι συστάσεις των ελληνικών τραπεζών είναι buy με τιμές-στόχους:
· Εθνική Τράπεζα στα 8,80 ευρώ ανά μετοχή
· Αlpha Bank στα 2,55 ευρώ ανά μετοχή
· Eurobank στα 2,60 ευρώ ανά μετοχή
· Τράπεζα Πειραιώς στα 5,20 ευρώ ανά μετοχή
Στο ειδικό report της τράπεζας, ο Demetriou συγκρίνει τα μερίδια αγοράς και τις καθαρές ροές των εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών για να αξιολογήσει το ανταγωνιστικό τοπίο και την πρόοδο που σημειώνουν οι τραπεζικοί όμιλοι.
«Στην Ελλάδα, η αγορά των προμηθειών δεν έχει διεισδύσει τόσο πολύ σε σχέση με τις αντίστοιχες χώρες της ΕΕ. Οι αμοιβές ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού στην Ελλάδα είναι χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ και των αντίστοιχων χωρών της Νότιας Ευρώπης. Οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν κατά μέσο όρο 55 μονάδες βάσης (μ.β.) με κάποια διασπορά, με την Τράπεζα Πειραιώς να εμφανίζει την υψηλότερη επίδοση με 74 μ.β. και την Εθνική Τράπεζα τη χαμηλότερη επίδοση με 50 μ.β. περίπου», εξηγεί ο αναλυτής της Jefferies.
Η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων αποτελεί βασική ευκαιρία
«Συγκρίνοντας τα κεφάλαια υπό διαχείριση (AUM) με το ΑΕΠ, η Ελλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερα από τις αντίστοιχες χώρες με ποσοστό 10% περίπου, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 35% περίπου. Συγκρίνοντας τα AUM με τα νοικοκυριά και τις καταθέσεις, η Ελλάδα βρίσκεται επίσης χαμηλότερα από τις αντίστοιχες χώρες, με περίπου 10% έναντι 46% του μέσου όρου της ΕΕ. Τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν υψηλότερο ποσοστό των χρηματοοικονομικών τους περιουσιακών στοιχείων με τη μορφή συναλλάγματος και καταθέσεων σε σύγκριση με τα ομοειδή της ΕΕ», συνεχίζει η τράπεζα.
«Στα επιχειρηματικά τους σχέδια, οι ελληνικές τράπεζες επικεντρώνονται στην αύξηση των εσόδων τους από αμοιβές ή πιο συγκεκριμένα από τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων τους για να επωφεληθούν από την υποδιείσδυση στην Ελλάδα. Εξετάζοντας τα μερίδια αγοράς κάθε τράπεζας επί των θυγατρικών εταιρειών αμοιβαίων κεφαλαίων, η Eurobank έχει το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς στο τέλος Μαρτίου 2024 με 26%, με την Εθνική Τράπεζα να έχει το μικρότερο με 11%. Με την πάροδο του χρόνου, έχουμε παρατηρήσει αύξηση στην αγορά μεριδίων της Alpha Βank, της Εθνικής Τράπεζας και της Τράπεζας Πειραιώς, ενώ η Eurobank έχει σημειώσει μικρή απώλεια μεριδίου», εκτιμά ο αναλυτής της τράπεζας.
«Εξετάζοντας τις καθαρές ροές, η Τράπεζα Πειραιώς είχε τις ισχυρότερες επιδόσεις από τις τέσσερις το 2023 με 907 εκατ. ευρώ. Είχαν επίσης την ισχυρότερη απόδοση κατά μέσο όρο για την περίοδο 2019-2023. Αναφορικά με τις στρατηγικές για βελτίωση, όλες οι τράπεζες επικεντρώνονται στη βελτίωση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού της πελατειακής τους βάσης, καθώς το διαθέσιμο εισόδημα αρχίζει να αυξάνεται στην Ελλάδα και οι πελάτες αναζητούν επενδυτικά προϊόντα για την περαιτέρω δημιουργία πλούτου.
Τόσο η Αlpha Bank όσο και η Eurobank επιδιώκουν να αξιοποιήσουν την ισχυρότερη θέση τους στη διαχείριση του πλούτου (προϊόντα ιδιωτικής τραπεζικής και αμοιβαίων κεφαλαίων). Η Eurobank έχει ισχυρή παρουσία στο Λουξεμβούργο, προσφέροντας υπηρεσίες private banking στους πελάτες της.
Η Αlpha Bank έχει τα πλεονεκτήματα της συμφωνίας διανομής της με την ιταλική τράπεζα UniCredit και μπορεί να προσφέρει τα προϊόντα της στην πελατειακή της βάση.
Η Τράπεζα Πειραιώς, από την πλευρά της, επιδιώκει να αναβαθμίσει την επενδυτική της διείσδυση και να προσφέρει νέα προϊόντα για να καλύψει τις ανάγκες των πελατών και να βελτιώσει την ψηφιακή πρόταση, σημειώνοντας ότι είχαν τις ισχυρότερες καθαρές ροές το 2023 σε σχέση με τις αντίστοιχες εταιρείες.
Η Εθνική Τράπεζα με τη σειρά της είδε πρόσφατα οφέλη από την εισαγωγή νέων προϊόντων, καθώς και των επιτυχημένων πρωτοβουλιών διασταυρούμενων πωλήσεων των επενδυτικών προϊόντων στην πελατειακή της βάση, αφού οι προμήθειες επενδυτικών προϊόντων και bancassurance αυξήθηκαν κατά 27% το 2023», καταλήγει ο Demetriou.