Πώς διαβάζουν τώρα οι ξένοι την εικόνα του Χρηματιστηρίου
Τα στοιχεία που προκύπτουν από τη σύγκριση της εγχώριας με ευρωπαϊκές και τις αναδυόμενες αγορές. Τα emerging funds και ποια στοιχεία έχουν στο μικροσκόπιο οι διεθνείς επενδυτές.
Το Χρηματιστήριο της Αθήνας προσπαθεί να κινηθεί προς τις 1.450 μονάδες και βρίσκεται σε στενό εύρος τιμών, με σχετικά ικανοποιητικούς όγκους και αξίες συναλλαγών, πλην του τελευταίου διημέρου. Μπορεί, βέβαια, κάποιες επιμέρους μετοχές να κινούνται με χαμηλές αποδόσεις, όμως η γενική εικόνα είναι ενθαρρυντική για όσους θα ήθελαν να δραστηριοποιηθούν εντονότερα στην ελληνική αγορά.
Ο ρόλος-κλειδί, φυσικά, ανήκει στους ξένους, οι οποίοι έχουν αρχίσει να επανέρχονται από το τέλος του 2023, με αποτέλεσμα να αναζητείται στις εκτιμήσεις τους για την ελληνική αγορά το στοιχείο που θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν θρυαλλίδα για τοποθετήσεις και κίνηση προς υψηλότερα επίπεδα.
Μετά και την ολοκλήρωση του δεύτερου τριμήνου, η εγχώρια αγορά μετοχών δεν είναι ανάμεσα στις πρωταθλήτριες στην άνοδο για το 2024 στην Ευρώπη, με τις τραπεζικές μετοχές να αποτελούν το θετικό story για την πορεία των βασικών δεικτών. Η προσδοκία για εισροές από τα emerging funds, αλλά και τα επί τα βελτίω μακροοικονομικά στοιχεία αποτελούν τα σημεία-κλειδιά, όπως αναδείχθηκαν άλλωστε και στα πρόσφατα roadshows με εγχώριο ενδιαφέρον και συμμετοχές.
Μετά την απόφαση από τον οίκο MSCI να μη βάλει το Χρηματιστήριο σε watchlist για την αναταξινόμησή του σε αναπτυγμένη αγορά, η αγορά «χώνεψε» το αρχικό μούδιασμα. Καθώς τα δεδομένα τώρα είναι τελείως διαφορετικά και καθώς το Χ.Α. βρίσκεται στα όρια των 100 δισ. ευρώ σε όρους κεφαλαιοποίησης, θα έχει ιδιαίτερη σημασία η θέση των ξένων επενδυτών, σε μια προσπάθεια να ανιχνευθεί κάποιο… ίχνος τάσης για τη συνέχεια.
Τι προηγήθηκε
Η άνοδος των τιμών των μετοχών το 2023 οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις εξελίξεις των κερδών ανά μετοχή στην εγχώρια αγορά. Οι μεγάλες αυξήσεις στην κερδοφορία των τραπεζών το 2023 συνδυάστηκαν με την άνοδο και των λοιπών δυνάμεων της αγοράς, που επίσης κινούνται με αυξημένη ταχύτητα και έφεραν τον ρυθμό αύξησης των κερδών ανά μετοχή του δείκτη MSCI Greece σε περίπου +40% για την περσινή χρονιά.
Οι ελληνικές μετοχές αθροιστικά, όπως απεικονίζονται στην αποτίμηση του Γενικού Δείκτη βάσει των στοιχείων της Factset, εμφανίζουν πλέον discount σε σχέση τόσο με τις αναδυόμενες, όσο και με τις ευρωπαϊκές αγορές. Μάλιστα, σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές αγορές η εικόνα είναι ακόμα καλύτερη, με την εγχώρια αγορά να εμφανίζει υψηλότερο discount σε όρους λογιστικής αξίας (P/BV) και αξίας επιχείρησης προς λειτουργικά κέρδη (EV/EBITDA).
Πιο συγκεκριμένα, πάντα βάσει των στοιχείων της Factset, ο Γενικός Δείκτης διαπραγματεύεται με 8 φορές τα κέρδη του 2024 και 2025 (λαμβανομένης υπόψη την εκτίμηση για οριακή μείωση της κερδοφορίας) έναντι 13 με 14 φορές για τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ο δείκτης EV/EBITDA είναι στις 6 - 6,5 φορές φορές έναντι 9,5 - 10 φορών για τον δείκτη Euro Stoxx.
Αντίθετα, όμως, ο εγχώριος δείκτης βάσει των προβλέψεων στη βάση δεδομένων της FactSet θα εμφανίσει χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης των κερδών ανά μετοχή (EPS) σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους για το 2024 και το 2025. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος αύξησης των EPS για το 2020 κυμαίνεται στο 10%, ενώ για τον ελληνικό δείκτη το αντίστοιχο ποσοστό είναι της τάξεως του 0 ή και αρνητικός.
Η εγχώρια αγορά εξακολουθεί να εμφανίζει discount σε όρους εσωτερικής αξίας. Σε επίπεδο συνολικής αγοράς, το discount στους δείκτες τιμή προς λογιστική αξία (P/BV) σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς δείκτες, είναι της τάξεως του 40%.
Οι οίκοι
Το τελευταίο διάστημα, οι Citigroup, HSBC και JP Morgan έχουν εκφράσει απόψεις που διίστανται για τις εγχώριες αξίες.
Η αμερικανική τράπεζα Citigroup τοποθετεί σε ελκυστικά επίπεδα τις εγχώριες αξίες σε σχέση με τις αναδυόμενες αγορές. Βάσει των εκτιμήσεων της Citigroup, οι εγχώριες μετοχές του δείκτη MSCI Greece θα σημειώσουν άνοδο 1,67% στα κέρδη ανά μετοχή φέτος, αλλά θα καταγράψουν οριακή πτώση 0,4% το 2025. Η αποτίμηση των εγχώριων μετοχών είναι αρκετά χαμηλότερη από τις μετοχές των αναδυόμενων αγορών, με 6,7 φορές τα κέρδη ανά μετοχή το 2024 και το 2025. Το ισχυρό όπλο για τις εγχώριες μετοχές είναι η προσδοκώμενη μερισματική απόδοση του δείκτη MSCI Greece στο 5,2%.
Η βρετανική τράπεζα HSBC, στην πρόσφατη στρατηγική της για τις παγκόσμιες αναδυόμενες αγορές, συνεχίζει να υποστηρίζει το ελληνικό Χρηματιστήριο και να προτείνει σύσταση «υπεραπόδοση» («overweight») για τις ελληνικές μετοχές έναντι των λοιπών αναδυόμενων αγορών.
Όπως εξηγεί η βρετανική τράπεζα, τα θεμελιώδη μακροοικονομικά μεγέθη της Ελλάδας έχουν αλλάξει κατά πολύ και η ελληνική οικονομία δεν είναι πλέον δημοσιονομικά καθοδηγούμενη. Αντίθετα, οι κύριοι μοχλοί ανάπτυξης σχετίζονται περισσότερο με τις εξαγωγές και τις επενδύσεις. Μια πτυχή του γεγονότος αυτού είναι ότι η Ελλάδα είναι ο μεγαλύτερος δικαιούχος της χρηματοδότησης από το Ταμείο NGEU της Ε.Ε., η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε 17% του ΑΕΠ για την περίοδο 2021-2026.
H HSBC εξηγεί ότι οι εγχώριες μετοχές είναι αποτιμημένες ελκυστικά με 7,2 φορές σε όρους δείκτη τιμής προς κέρδη (Ρ/Ε) για φέτος και 7,3 φορές για το επόμενο έτος, με τον ρυθμό ανάπτυξης των κερδών ανά μετοχή να είναι οριακά αρνητικός και για τα δύο έτη αναφοράς, με ποσοστά της τάξεως του -1,4% και -1,2%.
Από την άλλη πλευρά, ο δείκτης FTSE All World EM EMEA αποτιμάται με 10,9 φορές και 9,6 φορές σε όρους Ρ/Ε για τα δύο έτη και η προσδοκώμενη αύξηση των κερδών μετοχή φέτος προβλέπεται σε 11,5% και 13,2% το 2025. Η μερισματική απόδοση του εγχώριου δείκτη είναι 5,6% έναντι 4,3% για τις αναδυόμενες αγορές της περιοχής μας.
Παρά την αρνητική οριακά προβλεπόμενη μεταβολή των κερδών ανά μετοχή, οι αναθεωρήσεις των κερδών σε όλα τα διαστήματα των τελευταίων 12 μηνών είναι θετικά με +33%. Τον τελευταίο μήνα, τα κέρδη ανά μετοχή των ελληνικών μετοχών έχουν αναθεωρηθεί ανοδικά κατά 2,3%, ενώ σε όλες τις περιοχής υπάρχουν περικοπές των εκτιμήσεων.
H προτεινόμενη στάθμιση της Ελλάδας στα χαρτοφυλάκια της HSBC είναι της τάξεως του 1,3% στις αναδυόμενες αγορές, ενώ στον δείκτη FTSE Russell EM EMEA η συμμετοχή της χώρας μας είναι στο 0,7%.
Αντίθετα, η JP Morgan στη στρατηγική της για τις μετοχές στο δεύτερο εξάμηνο του έτους «κόβει» τη σύστασή της για τις ελληνικές μετοχές σε «ουδέτερη» («neutral») από σύσταση «υπεραπόδοση» («overweight») προγενέστερα, διαφοροποιώντας συνολικά τις επιλογές της από την περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (CEEMEA).
Η βασική πρότασή της στην περιοχή CEEMEA για το δεύτερο εξάμηνο είναι η πρόσφατη αναβάθμιση της Νότιας Αφρικής από σύσταση «υποαπόδοση» («underweight») σε «υπεραπόδοση» («overweight») και αντισταθμίζει αυτή την αναβάθμιση υποβιβάζοντας την Ελλάδα από σύσταση «υπεραπόδοση» σε «ουδέτερη» και την αγορά της Πολωνίας από «ουδέτερη» σε «υποαπόδοση».