Εισηγμένες: 6+1 «καμπανάκια» για τα εταιρικά κέρδη
Πορεία δύο ταχυτήτων ως προς την κερδοφορία θα καταγραφεί το 2024 για τις εισηγμένες. Κάποιες οδεύουν προς νέα ρεκόρ τζίρου και κερδών και κάποιες επηρεάζονται αρνητικά. Οι επιβαρυντικοί παράγοντες.
Μετά την περυσινή εξαιρετική κερδοφορία των εισηγμένων εταιρειών, όπου η αθροιστική τους επίδοση σκαρφάλωσε στα 10,5 δισ. ευρώ, με έντονο ενδιαφέρον αναμένεται η φετινή εξέλιξη των πραγμάτων.
Από τη μια πλευρά, το ελληνικό ΑΕΠ κινείται για μια ακόμη χρονιά σε αξιοσημείωτα θετικό έδαφος (γύρω ή και πάνω από το 2%) και αναμφίβολα λειτουργεί ενισχυτικά στις οικονομικές επιδόσεις των εισηγμένων ομίλων.
Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχουν έξι συν ένας παράγοντες που δρουν ανασταλτικά και ενδέχεται να οδηγήσουν σε μια αθροιστική επίδοση κερδοφορίας χαμηλότερη της αντίστοιχης περυσινής.
Σε κάθε περίπτωση, αναμένεται πορεία δύο ταχυτήτων, με ορισμένες εταιρείες να επιτυγχάνουν φέτος νέα ιστορικά ρεκόρ και αρκετές άλλες να υποχρεώνονται σε επιδόσεις που θα είναι χαμηλότερες από τις αντίστοιχες περυσινές.
Πάντως, ακόμη και με βάση το χειρότερο σενάριο, οι φετινές κερδοφορίες θα κινηθούν πολύ κοντά στο μέγιστο των τελευταίων 15 ετών, με ενδεικτικό στοιχείο το ότι η σχετική επίδοση του έτους 2007 (πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης) ήταν μόλις περίπου 10% υψηλότερη από αυτήν του 2023, με τη διαφορά όμως ότι η τιμή του Γενικού Δείκτη του ΧΑ ήταν περίπου τριπλάσια σε σύγκριση με την τρέχουσα!
Αν επίσης εξετάσουμε τις μη τραπεζικές εισηγμένες της Κύριας Αγοράς (οι συγκρίσεις δεν είναι απόλυτες, λόγω εισόδου-εξόδου εταιρειών από το ΧΑ, κ.λπ.), τα συνολικά καθαρά κέρδη είχαν διαμορφωθεί το 2007 στα 4,28 δισ. ευρώ, όταν το 2022 έκλεισαν στα 6,41 δισ. και πέρυσι κοντά στα 6,7 δισ. ευρώ, δείχνοντας με πόσο πιο χαμηλό μέσο δείκτη P/E διαπραγματεύεται η εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά σε σχέση με το παρελθόν (προφανώς, έχει ήδη τιμολογηθεί αυτή την περίοδο στο ταμπλό μια ευρεία σειρά σημαντικών κινδύνων).
Δύο ταχύτητες
Στις εταιρείες που αναμένεται να εμφανίσουν φέτος νέα βελτίωση στις οικονομικές τους επιδόσεις συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων οι εμπορικές τράπεζες (τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια παραμένουν μέχρι τώρα σε υψηλά επίπεδα, τα έσοδα από προμήθειες αυξάνονται, ενώ δεν έχει παρατηρηθεί νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων), η Coca-Cola HBC, η Metlen, η τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν, η Cenergy, η Intrakat, η Jumbo, πιθανότατα οι ΟΤΕ και ΟΠΑΠ, o Παπουτσάνης, η Αεροπορία Αιγαίου, ο Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών, οι όμιλοι Quest και Ideal, η Austriacard και το σύνολο των εταιρειών πληροφορικής (π.χ. Epsilon Net, Space Hellas, Profile, Performance Technology, Real Consulting, Ίλυδα, Q&R).
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν έξι συν ένας παράγοντες που θα δυσκολέψουν τις φετινές οικονομικές επιδόσεις των εισηγμένων εταιρειών και σε αρκετές περιπτώσεις θα υποχρεώσουν ενδεχομένως τις κερδοφορίες τους να κινηθούν σε χαμηλότερα επίπεδα.
Αυξημένο κόστος χρηματοδότησης: Παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ξεκίνησε ήδη την αποκλιμάκωση των επιτοκίων της και είναι πολύ πιθανόν να προχωρήσει σε νέες αντίστοιχες κινήσεις μέσα στους επόμενους μήνες, το μέσο επιτόκιο της ΕΚΤ θα είναι φέτος αρκετά υψηλότερο από το αντίστοιχο περυσινό. Και αυτό γιατί μπορεί το 2023 το επιτόκιο της ΕΚΤ να είχε φτάσει έως και το 4% (σήμερα βρίσκεται στο 3,75%), πλην όμως είχε ξεκινήσει από πολύ χαμηλότερα επίπεδα. Ως αποτέλεσμα, παρά το γεγονός ότι αρκετές εταιρείες κατάφεραν να ψαλιδίσουν τα spreads (περιθώρια) των δανείων τους διαπραγματευόμενες με τις τράπεζες, στην πράξη θα δουν φέτος το κονδύλι των χρηματοοικονομικών τους εξόδων να είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο περυσινό.
Ασθενής διεθνής ζήτηση: H ζήτηση από το εξωτερικό -και ιδιαίτερα από την Ευρώπη- εξακολουθεί να διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα, επηρεάζοντας τις εξαγωγές και τα περιθώρια κέρδους των ελληνικών εταιρειών. Οι προσδοκίες που υπήρχαν για βελτίωση του οικονομικού κλίματος στη Γηραιά Ήπειρο λόγω της θετικής ψυχολογίας που θα δημιουργείτο από την αποκλιμάκωση των επιτοκίων μεταφέρονται χρονικά κάποιους μήνες αργότερα καθώς η πρόοδος στο συγκεκριμένο μέτωπο καθυστερεί. Εταιρείες με έντονη εξωστρέφεια είναι -μεταξύ άλλων- αρκετές μεταλλουργικές, τα πλαστικά και φυσικά οι επιχειρήσεις του κλάδου κλωστοϋφαντουργίας-ένδυσης (αναμένεται ζημιογόνο πρώτο εξάμηνο για το σύνολο των εισηγμένων), όπου τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα.
Κλάδος διυλιστηρίων: Ήταν αναμενόμενο από την αρχή της χρονιάς ότι δεν θα μπορούσαν να επαναληφθούν και φέτος τα τόσο υψηλά περιθώρια διύλισης που καρπώθηκαν πέρυσι τα εισηγμένα διυλιστήρια (Hellenic Energy, Motor Oil), οπότε οι εκτιμήσεις των αναλυτών για τις φετινές τους κερδοφορίες ήταν πτωτικές. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ήρθε και το Υπουργείο Οικονομικών που επέβαλε έκτακτη φορολογική επιβάρυνση ύψους 300 εκατ. ευρώ, η οποία θα ψαλιδίσει τα φετινά εταιρικά κέρδη και τη μερισματική πολιτική των δύο ομίλων για την επόμενη χρονιά (με επίδραση πιθανότατα και από το φετινό φθινόπωρο, καθώς οι δύο εισηγμένοι όμιλοι συνηθίζουν να προβαίνουν σε διανομές προμερισμάτων).
Πληθωριστικές πιέσεις-κόστος: Παρά τους αυξημένους όγκους των πωλήσεων που θα σημειώσουν οι περισσότερες εισηγμένες εταιρείες, καλούνται παράλληλα να αντιμετωπίσουν και υψηλότερα λειτουργικά κόστη, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται το ενεργειακό, το μεταφορικό, το μισθολογικό (ιδίως σε μια περίοδο έλλειψης προσωπικού και ακόμη περισσότερο εξειδικευμένου προσωπικού), τα ενοίκια και μια σειρά λοιπών κατηγοριών δαπανών.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά το μεταφορικό κόστος, η διοίκηση της Jumbo επεσήμανε πως «είναι πλέον κοινά αποδεκτό ότι η κατάσταση στη Μέση Ανατολή, με το κλείσιμο της διώρυγας του Σουέζ, παρότι αρχικά έφερε προσωρινό χαρακτήρα, λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης, θα συνεχίσει να επηρεάζει την παγκόσμια τροφοδοτική αλυσίδα πιθανότατα ακόμα και μετά τις εκλογές στην Αμερική», συμπληρώνοντας πως «η σημερινή κατάσταση στο παγκόσμιο εμπόριο προσομοιάζει, σε πολλά επίπεδα, με την πανδημική κρίση, με το μεταφορικό κόστος να έχει εκτοξευθεί και με τον χρόνο παραλαβής αγαθών και εμπορευμάτων να έχει διπλασιαστεί».
Οι τιμές των commodities: Οι διεθνείς τιμές στα περισσότερα βασικά εμπορεύματα (αλουμίνιο, χάλυβα) δεν βοήθησαν τα αποτελέσματα αρκετών εταιρειών κατά το πρώτο μισό του 2024. Ξεκινώντας για παράδειγμα από τον χάλυβα, θα δούμε τις εισηγμένες εταιρείες (π.χ. Έλαστρον, ΣΙΔΜΑ, Αφοί Κορδέλλου, Τζιρακιάν) να ανεβάζουν μεν σημαντικά τον όγκο των πωλήσεών τους εκμεταλλευόμενες την ισχυρή ζήτηση στην οικονομία, πλην όμως τα αποτελέσματά τους να κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα, λόγω του ότι η υποχώρηση της διεθνούς τιμής του μετάλλου επηρεάζει αρνητικά τα μικτά περιθώρια κέρδους τους (ελπίζεται πάντως, πως η εικόνα του β’ εξαμήνου θα εξελιχθεί καλύτερα). Από την πτώση των τιμών των μετάλλων θα επηρεαστούν πτωτικά και τα λογιστικά αποτελέσματα (όχι σε λειτουργικό επίπεδο, με εξαίρεση τον κλάδο χάλυβα) του ομίλου Viohalco.
Υπεραξίες ακινήτων: Οι τιμές των ακινήτων συνεχίζουν και φέτος την ανοδική τους πορεία, με αποτέλεσμα πολλές εισηγμένες εταιρείες (πέραν αυτών που δραστηριοποιούνται στον χώρο της κτηματαγοράς, όπως οι ΑΕΕΑΠ, η Dimand, κ.α.) να αναμένεται πως θα εμφανίσουν μη λειτουργικά κέρδη από την ανατίμηση της εύλογης αξίας των ακινήτων τους. Ωστόσο, οι υπεραξίες αυτές προβλέπεται να είναι αθροιστικά χαμηλότερες από τις αντίστοιχες περυσινές.
Stock Options στελεχών: Αρκετές διοικήσεις εισηγμένων, προκειμένου να διατηρήσουν τα στελέχη τους και να τα παρακινήσουν για να ανεβάσουν περαιτέρω τις οικονομικές επιδόσεις των εταιρειών, προχωρούν σε προγράμματα stock options στο προσωπικό τους. Αν και τέτοιες κινήσεις δεν επηρεάζουν στην πράξη τις ίδιες τις εταιρείες (προκύπτει κάποια διάχυση ποσοστών μεταξύ των μετόχων), ωστόσο με βάση το σχετικό Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο έρχονται να επιβαρύνουν τα κέρδη (όχι τις ταμειακές ροές τους, ούτε τα ίδια κεφάλαιά τους) κατά τις χρονιές που χορηγούνται.