Crash test στις αποδόσεις των επενδύσεων στην Ελλάδα
Η εικόνα και η μερισματική απόδοση στο χρηματιστήριο. Πόσο τόκο δίνουν προθεσμιακές, ομόλογα, έντοκα και αμοιβαία κεφάλαια «target maturity». Οι προοπτικές, τα ρίσκα και ο ρόλος της ΕΚΤ.
Στον βαθμό που επιβεβαιωθεί το βασικό σενάριο των αναλυτών πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα προχωρήσει σε μία ή δύο μειώσεις επιτοκίων τη φετινή χρονιά και σε τρεις αντίστοιχες κινήσεις το 2025, οι μετοχές θα αποκτήσουν σαφή συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι των επενδύσεων σταθερού εισοδήματος, με ό,τι αυτό θα μπορούσε να σημάνει για τις τιμές των μετοχών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, στο οποίο η φετινή μέση μερισματική απόδοση θα προσεγγίσει ή και θα υπερβεί το επίπεδο του 4%.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η πρόεδρος της ΕΚΤ κρατά μέχρι σήμερα κλειστά τα χαρτιά της σε σχέση με το χρονοδιάγραμμα και το μέγεθος μείωσης των επιτοκίων, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές όπου η σκληρή πραγματικότητα έχει έρθει να ανατρέψει τις προβλέψεις και τα σενάρια των αναλυτών. Πόσο μάλλον σε μια τρέχουσα συγκυρία που χαρακτηρίζεται από κάθε είδους αβεβαιότητα, ξεκινώντας από τα πολεμικά μέτωπα (Ουκρανία, Μέση Ανατολή), συνεχίζοντας με τις πολιτικές εξελίξεις (π.χ. Γαλλία, επικείμενες εκλογές στις ΗΠΑ) και καταλήγοντας στα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αναζωπυρώσουν τις υπάρχουσες πληθωριστικές πιέσεις.
Κερασάκι στην τούρτα οι αναταράξεις στις διεθνείς αγορές τα τελευταία 24ωρα υπό τον φόβο ύφεσης στις ΗΠΑ που επηρέασαν έντονα και την εγχώρια αγορά, όπως φάνηκε από τη πτώση της Παρασκευής, η οποία ήταν η μεγαλύτερη των τελευταίων 17 μηνών.
Το μόνο βέβαιο είναι πως, αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις των αναλυτών για την πορεία των επιτοκίων, οι χρηματιστηριακοί επενδυτές μπορούν δυνητικά να βρεθούν σε πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με αυτούς που τοποθετούνται σε τίτλους σταθερού εισοδήματος. Πώς, όμως, έχουν αυτή τη στιγμή τα πράγματα και πώς εκτιμάται ότι θα κινηθούν στο ορατό μέλλον;
- Οι δωδεκάμηνης διάρκειας προθεσμιακές καταθέσεις προσφέρουν αυτή την περίοδο στην Ελλάδα μικτή απόδοση γύρω ή και ελαφρά κάτω από το 1,5% (φορολογία 15%, μεγαλύτερα επιτόκια δίδονται συνήθως στις μη συστημικές τράπεζες και για μεγάλα ποσά), με την προοπτική περαιτέρω μείωσής τους τόσο μέσα στο 2024 (κοντά ή και κάτω από το 1%), όσο και εντός του 2025. Όσοι υποστηρίζουν πως οι τράπεζες θα επηρεαστούν από τις κυβερνητικές πιέσεις ή από τη σχετική έρευνα που ξεκίνησε η Επιτροπή Ανταγωνισμού (η Επιτροπή δεν εξετάζει το ύψος των επιτοκίων, αλλά το αν υπάρχει συνεννόηση μεταξύ των συστημικών τραπεζών), δύσκολα θα επιβεβαιωθούν στην πράξη για ένα απλό λόγο: Με τον δείκτη των χορηγήσεων προς τις καταθέσεις να κυμαίνεται γύρω στο 70% και με τις τελευταίες να μη μειώνονται σε περιβάλλον αναιμικών επιτοκίων, οι τράπεζες δεν έχουν κανέναν λόγο να ακολουθήσουν επιθετική πολιτική, αλλά αντίθετα, έχουν να κερδίσουν πολύ περισσότερα στρέφοντας τους πελάτες-αποταμιευτές τους προς εναλλακτικές τοποθετήσεις, όπου όμως και σ’ αυτές οι αποδόσεις ακολουθούν πτωτική πορεία.
- Επιπρόσθετα, οι ετησιοποιημένες αποδόσεις των Εντόκων Γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου έχουν ήδη υποχωρήσει αρκετά κάτω από το 3,5% (στο 3,23% η πρόσφατη έκδοση τριμηνιαίας διάρκειας τίτλων) και πολύ πιθανόν να βρεθούν κάτω από το 3%, όταν οι κάτοχοί τους θα κληθούν να ανανεώσουν τις τοποθετήσεις τους προς το τέλος της φετινής χρονιάς ή στις αρχές της επόμενης. Να σημειωθεί πως τις αποδόσεις αυτές τις καρπώνονται τα νοικοκυριά μόνο για ποσά έως 15.000 ευρώ ανά έκδοση και φυσικό πρόσωπο, καθώς αν θέλουν να αποκτήσουν μεγαλύτερες θέσεις, θα πρέπει να απευθυνθούν στη δευτερογενή αγορά, η οποία συνοδεύεται από καταβολή προμηθειών.
- Τα Ομολογιακά Αμοιβαία Κεφάλαια τύπου Target Maturity (συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας) το 2023 προσέφεραν μέσες ετησιοποιημένες αποδόσεις της τάξεως του 3%-3,2%, όταν δύο τρέχουσες εκδόσεις διετούς χρονικής διάρκειας έχουν ρίξει τον πήχη αρκετά χαμηλότερα από το 2,5%.
- Τα δεκαετή ελληνικά κρατικά χρεόγραφα (ομόλογα) διαπραγματεύονται με ένα yield γύρω στο 3,4% (της αντίστοιχα Γαλλίας έχουν ξεπεράσει το 3%, με τους αναλυτές να προβλέπουν πως οι αποδόσεις των ευρωομολόγων το 2025 θα είναι χαμηλότερες από τις τρέχουσες.
- Η άνοδος που έχουν σημειώσει οι τιμές των εταιρικών ομολόγων κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο έχουν επιδράσει πτωτικά στις αποδόσεις (yields) τους. Έτσι, χαμηλότερα προβλέπονται να κινηθούν τα «κουπόνια» των νέων εταιρικών ομολόγων που θα εκδοθούν μέσω της Χρηματιστηρίου της Αθήνας και έτσι εξηγείται το γιατί οι επιχειρηματικοί όμιλοι αναβάλλουν για κάποιους μήνες τις σχετικές τους κινήσεις (βλέπε σχετικό δημοσίευμα του Euro2day.gr στις 21 Ιουλίου 2024). Ειδικότερα, οι εταιρείες εκτιμούν ότι θα είναι καλύτερα γι’ αυτές να προχωρήσουν στην έκδοση ομολόγων προς το τέλος της χρονιάς, όταν ήδη η Ευρωπαϊκή Τράπεζα θα έχει προχωρήσει πιθανότατα σε μία τουλάχιστον μείωση επιτοκίων και όταν οι αποδόσεις των προθεσμιακών καταθέσεων θα έχουν υποχωρήσει περαιτέρω) παρά αυτή την περίοδο.
Απέναντι στις συγκεκριμένες τοποθετήσεις, οι εισηγμένες εταιρείες στο Χρηματιστήριο της Αθήνας αναμένεται να μοιράσουν φέτος αθροιστικά -με τη μορφή μερισμάτων και επιστροφών κεφαλαίου- γύρω ή και πάνω από 4 δισ. ευρώ, οδηγώντας σε μια μέση μερισματική απόδοση της τάξεως του 4%.
Προοπτικές vs ρίσκο
Αν, όμως, το προαναφερθέν 4% υπεραποδίδει φέτος έναντι των ανταγωνιστικών επενδύσεων «σταθερού εισοδήματος», το μέγεθος της υπεραπόδοσης είναι πολύ πιθανόν να διευρυνθεί περαιτέρω το 2025, στον βαθμό που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προχωρήσει στις αναμενόμενες μειώσεις στα επιτόκιά της. Και αυτό θα συμβεί γιατί αφενός οι αποδόσεις των καταθέσεων και άλλων αποταμιευτικών προϊόντων θα υποχωρήσουν, αφετέρου γιατί είναι βάσιμες οι προσδοκίες ότι οι εισηγμένες εταιρείες θα καταφέρουν μέσα στο 2025 να μοιράσουν τα ίδια ή και ακόμη περισσότερα χρήματα στους μετόχους τους, για τους παρακάτω λόγους:
- Οι τράπεζες προχώρησαν φέτος -για πρώτη φορά μετά από δεκαπέντε χρόνια- σε «διστακτικές» χρηματικές διανομές και από το 2025 αναμένεται να ακολουθήσουν μια περισσότερο επιθετική πολιτική. Αντίθετα, μειωμένα μερίσματα αναμένονται από τον κλάδο των διυλιστηρίων, ιδιαίτερα μετά τη φετινή επιβολή έκτακτης φορολογίας ύψους 300 εκατ. ευρώ στους δύο εισηγμένους ομίλους του κλάδου.
- Η φετινή αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ κατά περίπου 2% σε συνδυασμό με την πολύ καλή πορεία του τουρισμού θα μπορούσε να οδηγήσει τα φετινά κέρδη των εισηγμένων εταιρειών στα ίδια ή και κάπως υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με την εξαιρετικά υψηλή επίδοση του 2023.
- Η μείωση των επιτοκίων όχι μόνο θα περιορίσει το κόστος χρηματοδότησης των εταιρειών από το 2025 και μετά, αλλά παράλληλα θα δημιουργήσει θετικότερες προσδοκίες για την πορεία τόσο της ελληνικής, όσο και της ευρωπαϊκής (βλέπε εξαγωγικοί όμιλοι) οικονομίας.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, δεν είναι η πρώτη φορά που οι προβλέψεις των αναλυτών έχουν διαψευσθεί στην πράξη. Ειδικότερα για τα επιτόκια, προέβλεπαν ήδη για το πρώτο μισό του 2024 σειρά μειώσεων από τη Fed, όπου όχι μόνο δεν έγινε, αλλά είχαμε πρόσφατα και τον Ντόναλντ Τραμπ να καλεί τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας να μην προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια προεκλογικά!
Ακόμη και για την περίπτωση της ΕΚΤ, οι αρχικές προσδοκίες των αναλυτών για τις μειώσεις επιτοκίων έχουν αποδειχτεί μέχρι τώρα υπεραισιόδοξες, με τις επιχειρήσεις που τοποθετήθηκαν σε Interest Rate Swaps για να «κλειδώσουν» τα επιτόκιά τους, να καταγράφουν σημαντικά κεφαλαιακά κέρδη.
Συνολικά, δεν είναι λίγες οι φορές όπου η πραγματικότητα έχει ανατρέψει τις προβλέψεις και τα σενάρια των αναλυτών. Πόσο μάλλον σε μια τρέχουσα συγκυρία που χαρακτηρίζεται από κάθε είδους αβεβαιότητα, ξεκινώντας από τα πολεμικά μέτωπα (Ουκρανία, Μέση Ανατολή), συνεχίζοντας με τις πολιτικές εξελίξεις (π.χ. Γαλλία, επικείμενες εκλογές στις ΗΠΑ) και καταλήγοντας στα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αναζωπυρώσουν τις υπάρχουσες πληθωριστικές πιέσεις.