Επενδυτικό lockdown απειλεί το χρηματιστήριο
Παγωμένες οι ελληνικές μετοχές, περιμένουν τις εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας. Το πρόσθετο κόστος από το 3ο λουκέτο που μπήκε στην πρωτεύουσα και μεγάλες πόλεις, οι προσδοκίες από τα εμβόλια και το σενάριο της... εκτόνωσης.
Οι οπαδοί του «βασικού σεναρίου» θεωρούν την τρέχουσα κατάσταση στο ταμπλό του Χ.Α. ευκαιρία σταδιακών και επιλεκτικών τοποθετήσεων, με βασικό επιχείρημα τα κοινοτικά κονδύλια που θα εισρεύσουν στη χώρα την επόμενη πενταετία. Πέραν αυτού, προβλέπουν ότι οι οικονομικές επιπτώσεις από την πανδημία είναι διαχειρίσιμες και ότι κατά το δεύτερο μισό του 2021 οι επιχειρήσεις θα ανακτήσουν σημαντικό τμήμα των απωλειών που θα καταγράψουν το πρώτο τετράμηνο της φετινής χρονιάς.
Από την άλλη πλευρά, οι περισσότεροι επενδυτές τηρούν στάση αναμονής, περιμένοντας να δουν πώς τελικά θα εξελιχθεί η πανδημία και ποιο αποτύπωμα θα αφήσει στην ελληνική (και στην παγκόσμια) οικονομία, στις τράπεζες και τις υπόλοιπες εισηγμένες εταιρείες.
Σε κάθε περίπτωση, οι μετοχές του Χρηματιστηρίου τελούν υπό διαπραγμάτευση σε ελκυστικότερα επίπεδα δεικτών σε σχέση με τις ευρωπαϊκές και η μέση μερισματική απόδοση των μη τραπεζικών τίτλων προβλέπεται να υπερβεί το yield των δεκαετών κρατικών ομολόγων, ακόμη και σε περίοδο πανδημίας.
Τις επιπτώσεις από το νέο lockdown στην οικονομία, στα δημόσια οικονομικά, αλλά και στις επιδόσεις των εισηγμένων εταιρειών προσπαθούν να εκτιμήσουν οι επενδυτές, προκειμένου να καθορίσουν την περαιτέρω στάση τους στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου.
Αναμφίβολα, η επιδείνωση των υγειονομικών δεδομένων σχετικά με την πανδημία επηρέασε την πορεία των μετοχών κατά τις τελευταίες εβδομάδες, όπως επίσης προς την ίδια κατεύθυνση φαίνεται να λειτούργησαν η αποστασιοποίηση των ξένων επενδυτών, αλλά και η διστακτικότητα ορισμένων Ελλήνων που είχαν δει δεκάδες μετοχές να ανεβαίνουν απότομα από τις αρχές Νοεμβρίου έως και τις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου.
Από δημοσιονομικής πλευράς, τα νέα περιοριστικά μέτρα θα μπορούσαν -με βάση πρώτες εκτιμήσεις- να κοστίσουν στον κρατικό προϋπολογισμό 2-4 δισ. ευρώ, σε περίπτωση που αυτά διαρκέσουν έως και τα τέλη Μαρτίου. Πρόκειται για πρόσθετο έλλειμμα σε έναν ήδη ελλειμματικό προϋπολογισμό και σε μια χώρα που έκλεισε το 2020 με δείκτη δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ στο 208%.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα δηλώνει γνωστός παράγοντας της αγοράς: «Δεν νομίζω ότι θα υπάρξει πρόβλημα χρηματοδότησης του Δημοσίου λόγω των νέων μέτρων. Η χώρα έχει ρευστότητα και όλα δείχνουν πως προς την κατεύθυνση αυτή θα συνεχίσει να συμβάλλει και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η εκτίμηση της Bank of America ότι η ΕΚΤ θα αγοράσει φέτος ελληνικά κρατικά ομόλογα ύψους 14-17 δισ. ευρώ, με σκοπό να καλύψει την όποια προσφορά τίτλων προκύψει. Δεν νομίζω επίσης ότι θα δούμε εξ αυτού του παράγοντα αύξηση του κόστους χρηματοδότησης ούτε του ελληνικού χρέους ούτε οποιουδήποτε άλλου στην Ευρωζώνη.
Από την άλλη πλευρά, θεωρώ βέβαιο πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα σκληρύνει τη στάση της στο δημοσιονομικό μέτωπο των χωρών από το 2022 και μετά, όταν θα έχουμε ξεμπλέξει με την υπόθεση της πανδημίας. Τότε, λοιπόν, η Ελλάδα θα έχει πολύ μικρότερο δημοσιονομικό χώρο, με αποτέλεσμα πρώτον να ματαιώσει κάποια σχέδια μείωσης φορολογιών που θα οδηγούσαν σε αναπτυξιακή τροχιά την οικονομία και, δεύτερον, να περικόψει κάποιες δαπάνες, πράγμα που από πολιτικής πλευράς δεν θα είναι καθόλου εύκολο.
Το σχετικά ευχάριστο πάντως είναι πως η Ευρώπη έχει πλέον αλλάξει αντιλήψεις σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία. Οι Γερμανοί έχουν αντιληφθεί πως η κρίση χρέους του ευρωπαϊκού Νότου αντιμετωπίζεται με αύξηση του ΑΕΠ και όχι μέσα από προγράμματα αυστηρής λιτότητας και βαριάς φορολογίας. Είναι πολύ πιο εύκολο να ανεβάσει η Ελλάδα μέσα στην επόμενη δεκαετία το ΑΕΠ της από τα 180 στα 250 δισ. ευρώ διατηρώντας το χρέος της σταθερό, παρά να αποπληρώσει πολλές δεκάδες δισ. ευρώ κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, προκειμένου ο δείκτης χρέους της χώρας να βελτιωθεί στον ίδιο βαθμό».
Η πραγματική οικονομία
Στο μέτωπο της πραγματικής οικονομίας τώρα, και ειδικά στο μέτωπο των επιχειρήσεων, τα πράγματα φαίνεται να είναι περισσότερο ξεκαθαρισμένα και να λειτουργήσουν περίπου όπως περίπου τον περασμένο Νοέμβριο: τα μεγαλύτερα πλήγματα θα δεχτούν τομείς όπως το εμπόριο (πλην super markets), o τουρισμός, η εστίαση-αναψυχή, οι μεταφορές, τα πετρελαιοειδή και οι καλλιτεχνικές-πολιτιστικές δραστηριότητες, ενώ αντίθετα σε άλλους κλάδους είδαμε πως κατά το δεύτερο lockdown επέδειξαν πολύ πιο ισχυρές αντοχές σε σύγκριση με το πρώτο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στο σύνολο του 2020 οι ελληνικές εξαγωγές εκτός πετρελαιοειδών αυξήθηκαν σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, ή ακόμη ότι η ασφαλιστική παραγωγή κατά την περίοδο του δεύτερου lock down (Νοέμβριος - Δεκέμβριος) κινήθηκε ανοδικά σε σχέση με το τελευταίο δίμηνο του 2019. Έτσι, κλάδοι όπως ο φαρμακευτικός, των χημικών, η πληροφορική, οι τηλεπικοινωνίες, οι κατασκευές και τα τρόφιμα είτε θα αμυνθούν σθεναρά καταγράφοντας περιορισμένες απώλειες είτε θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται.
Αυτό που ωστόσο παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι η πορεία της οικονομίας από το Πάσχα και μετά, οπότε εκτιμάται ότι τα περιοριστικά μέτρα θα αρχίσουν να χαλαρώνουν λόγω των ευνοϊκότερων καιρικών συνθηκών, αλλά και του γεγονότος ότι θα έχει εμβολιαστεί μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Το ευχάριστο είναι πως αναμένεται από τον Μάιο -και κυρίως κατά το δεύτερο φετινό εξάμηνο- να αναπληρωθεί πολύ σημαντικό ποσοστό των απωλειών που θα καταγραφεί λόγω των περιοριστικών μέτρων του πρώτου φετινού τετραμήνου.
Όποτε τα εμπορικά καταστήματα άνοιξαν, δημιουργήθηκαν ουρές. Tα ελληνικά νοικοκυριά αυτή την περίοδο: α) Βρίσκονται με υψηλότερες τραπεζικές καταθέσεις κατά 10 δισ. ευρώ σε σχέση με την αρχή της πανδημίας (η μείωση της κατανάλωσης λόγω των περιοριστικών μέτρων ήταν μεγαλύτερη από την πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος),
β) Έχουν αναβάλει αγορές που ήταν προγραμματισμένες για το 2020,
γ) Έχουν έντονη την ανάγκη ψυχολογικής εκτόνωσης μετά την πολύμηνη καραντίνα.
Σε ανάλογη κατάσταση βρίσκονται και τα νοικοκυριά των χωρών του εξωτερικού, πράγμα που θα πρέπει να συνεκτιμηθεί για την πορεία της φετινής τουριστικής περιόδου.
Μετά το Δημόσιο, οι τράπεζες αναμένεται να είναι το δεύτερο μεγαλύτερο θύμα των νέων περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν στις 9 Φεβρουαρίου. Όσο περισσότερο διαρκούν τα περιοριστικά μέτρα, τόσο αυξάνεται το ύψος των πρόσθετων επισφαλών δανείων που θα προκύψουν από την πανδημία και τόσο δυσκολεύει το έργο των τραπεζών στην είσπραξη των καθυστερούμενων χορηγήσεών τους (βλέπε αναβολές στους πλειστηριασμούς). Οι τράπεζες θα ήθελαν να είχαμε ξεμπερδέψει «χθες» με την πανδημία και (κατά προτίμηση) ένα θερμό οικονομικό-χρηματιστηριακό κλίμα, προκειμένου να διαπραγματευθούν με καλύτερους όρους τις πωλήσεις δανείων και τις τιμές των νέων μετοχών που θα εκδώσουν στις αυξήσεις των μετοχικών τους κεφαλαίων, που αναμένεται να γίνουν φέτος για την Πειραιώς και μέσα στους επόμενους 20 μήνες για τα υπόλοιπα συστημικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Η κατάσταση στο Χρηματιστήριο
Οι ξένοι μάς έχουν συνηθίσει να ασχολούνται μόνο κατά διαστήματα με το ελληνικό χρηματιστήριο και αυτή την περίοδο δεν το πράττουν. Οι Έλληνες βραχυπρόθεσμοι «παίκτες» είναι μουδιασμένοι, καθώς μετά το θερμό τελευταίο δίμηνο του 2020, στη συνέχεια είδαν αρκετές μετοχές να υποχωρούν έως και 20% από τα υψηλά του φετινού Ιανουαρίου. Από τους υπόλοιπους, αρκετοί τηρούν στάση αναμονής προκειμένου να ξεκαθαρίσει το τοπίο γύρω από την πορεία την πανδημίας και τις επιπτώσεις της στην οικονομία. Και τέλος, υπάρχουν και εκείνοι που θεωρούν την τρέχουσα περίοδο ευκαιρία σταδιακών τοποθετήσεων σε επιλεγμένες μετοχές με χρονικό ορίζοντα τριετίας. Είναι αυτοί που πιστεύουν στο «βασικό σενάριο» το οποίο περιγράφεται περίπου ως εξής:
- Η υγειονομική κατάσταση θα αρχίσει να βελτιώνεται σταδιακά από τον Απρίλιο λόγω βελτίωσης των καιρικών συνθηκών και μαζικότερου εμβολιασμού του πληθυσμού, με έμφαση τις λεγόμενες ευπαθείς ομάδες.
- Οι δημοσιονομικές επιπτώσεις από το τρίτο lockdown θα είναι μεν σημαντικές, αλλά διαχειρίσιμες.
- Ένα αρκετά μεγάλο τμήμα των απωλειών που θα καταγράψουν οι επιχειρήσεις κατά τους πρώτους μήνες του 2021 θα το ανακτήσουν από το Μάιο και μετά, καθώς τα ελληνικά (και τα ευρωπαϊκά) νοικοκυριά θα καταναλώσουν και θα ταξιδέψουν (τουρισμός) περισσότερο.
- Από το δεύτερο φετινό εξάμηνο θα αρχίσει να παρατηρείται αυξημένη ροή κοινοτικών κονδυλίων που θα κατευθυνθούν στη χρηματοδότηση σημαντικών δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων κατά τα επόμενα πέντε χρόνια.