Χρηματιστήριο: Ποιες μετοχές προσφέρονται για «άμυνα»
Περιπτώσεις εισηγμένων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το αμυντικό κομμάτι ενός μετοχικού χαρτοφυλακίου. Εταιρείες με γερά μερίσματα και σταθερές επιδόσεις, οι ΑΕΕΑΠ και οι όμιλοι με μεγάλου ύψους ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία.
Αν και συνήθως οι επιθετικές μετοχές είναι αυτές που προσφέρουν μεγαλύτερες συγκινήσεις στο ευρύ επενδυτικό κοινό, πολλές φορές, εξίσου -ή και περισσότερο- χρήσιμες είναι οι αμυντικές επιλογές που διαθέτει μια χρηματιστηριακή αγορά, έτσι ώστε καθένας να μπορεί να διαμορφώσει τη σχέση κινδύνου-προσδοκώμενης απόδοσης που επιθυμεί.
Ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον αυξημένων αβεβαιοτήτων που βιώνουμε κατά τα τελευταία χρόνια, οι αναλυτές προτείνουν στους επενδυτές να περιορίζουν το ρίσκο που αναλαμβάνουν, ειδικότερα σήμερα, που η διεθνής οικονομία καλείται πέρα από τις εξελίξεις της πανδημίας, να αντιμετωπίσει κινδύνους όπως τα υψηλά δημόσια χρέη, οι μακροπρόθεσμες παρενέργειες από την επιθετική πολιτική των Κεντρικών Τραπεζών (αρνητικά επιτόκια), αλλά και το γεγονός ότι οι μεγάλες διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές προέρχονται από πολυετή ράλι τιμών.
Σε θεωρητικό επίπεδο, αμυντικές μετοχές θεωρούνται εκείνες που έχουν δείκτη beta κοντά στη μονάδα, δηλαδή εκείνες που λίγο-πολύ κινούνται παράλληλα με τον Γενικό Δείκτη του ΧΑ. Ωστόσο, πόσο χρήσιμο μπορεί να είναι κάτι τέτοιο για έναν επενδυτή, σε ένα χρηματιστήριο όπου ο Γενικός Δείκτης παρουσιάζει και αυτός έντονες διακυμάνσεις; (τόσο λόγω της ασταθούς οικονομίας όσο και γιατί επηρεάζεται σημαντικά από τον τραπεζικό κλάδο).
Άλλοι πάλι αναλυτές πιστεύουν πως η «καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση» και έτσι εντάσσουν στις ασφαλέστερες επιλογές εταιρείες με ικανό management, που επενδύουν στους κλάδους που δραστηριοποιούνται με μακροπρόθεσμη προοπτική.
«Τέτοιου είδους εταιρείες -ενδεικτικά επισημαίνουν τον Μυτιληναίο, τη Sarantis και την ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή- αποδεικνύονται αμυντικές σε μεσομακροπρόθεσμη βάση, αλλά και ικανές να αποφέρουν σημαντικά κέρδη στους κατόχους τους», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Πάντως, σε μια αγορά όπως η ελληνική, ως αμυντικές επιλογές θα μπορούσαν επίσης να θεωρηθούν εταιρείες με ικανοποιητική μερισματική απόδοση και σταθερότητα αποτελεσμάτων, ή επιχειρήσεις με υψηλά ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία σε σύγκριση με την τρέχουσα χρηματιστηριακή τους αξία.
Έτσι, σύμφωνα με αναλυτές, μερικές ενδεικτικές περιπτώσεις αμυντικών επιλογών (με την έννοια ότι είναι λιγότερο πιθανή σε σχέση με τον μέσο όρο του ΧΑ, μια μεγάλη ποσοστιαία μείωση των αποτιμήσεών τους) στο ΧΑ είναι οι παρακάτω:
Η ΑΔΜΗΕ Συμμετοχών για παράδειγμα, με βάση το περυσινό της μέρισμα και την τρέχουσα χρηματιστηριακή της τιμή, οδηγεί μια μερισματική απόδοση που υπερβαίνει το 4,5%, ιδιαίτερα υπολογίσιμη αν συνεκτιμηθεί το επίπεδο των μηδενικών τραπεζικών επιτοκίων. Πέραν αυτού: α) Ο ΑΔΜΗΕ (η εισηγμένη κατέχει το 51% αυτού) έχει έσοδα που αποτελούν ποσοστό των συνολικών ποσών που έχει επενδύσει και άρα μέσα στην επόμενη δεκαετία αναμένεται να αυξήσει σημαντικά την κερδοφορία του, λόγω των μεγάλων projects που θα υλοποιήσει δανειζόμενος έναντι χαμηλότοκου δανεισμού, β) Ο ΑΔΜΗΕ έχει αποφασιστεί να διανέμει το 50% των κερδών του στην εισηγμένη ΑΔΜΗΕ Συμμετοχών, άρα οι χρηματικές διανομές της εισηγμένης προς τους μετόχους της αναμένεται να αυξηθούν στο μέλλον.
Ο ΟΤΕ και ο ΟΠΑΠ αποτελούν δύο ακόμη περιπτώσεις αμυντικών μετοχών λόγω των πολύ σημαντικών τους μερισματικών αποδόσεων, της ισχυρής τους ρευστότητας, της δυνατής θέσης που κατέχουν στην εγχώρια αγορά, αλλά και εξαιτίας των ωφελειών που θα αποκομίσουν από τα αναπτυξιακά τους σχέδια και την προσδοκώμενη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μέσα στην επόμενη πενταετία.
Στην ίδια κατηγορία θα μπορούσαν να ενταχθούν μετοχές όπως η ΕΥΔΑΠ και η ΕYΑΘ (μερισματικές αποδόσεις με βάση τις περυσινές χρηματικές διανομές ανώτερες του 5% και του 6%, αντίστοιχα, που πιθανόν να είναι κάπως μειωμένες φέτος), με την πρώτη να έχει την εκκρεμότητα της τακτοποίησης της διαφοράς της με το Ελληνικό Δημόσιο για το κόστος απόκτησης του νερού (λέγεται πάντως, πως η υπόθεση μπορεί να κλείσει για την εταιρεία ευνοϊκότερα απ’ ό,τι πιστεύει η αγορά).
Η Alpha Αστικά Ακίνητα, με τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία γύρω στα 85-95 εκατ. ευρώ, έχει μηδενικό τραπεζικό δανεισμό, μια κερδοφόρα δραστηριότητα εκτιμήσεων ακινήτων, ταμείο 79,1 εκατ. ευρώ, ενώ παράλληλα έχει λαμβάνειν άλλα 19,3 εκατ. ευρώ από την Ακαδημία Επιστημών της Σόφιας (μειονέκτημα αποτελεί η πολύ χαμηλή εμπορευσιμότητα στο ταμπλό του ΧΑ).
Η Centric, με τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία γύρω στα 22 εκατ. ευρώ, είχε στις 30/9/2020 θετικό καθαρό ταμείο 15,2 εκατ. ευρώ, το οποίο έχει λογικά αυξηθεί σημαντικά έως σήμερα, λόγω της ενδιάμεσης αύξησης που σημείωσε το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο της εισηγμένης. Πάνω από τα 29 εκατ. τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας.
Επίσης, η AS Cοmpany, με χρηματιστηριακή αξία γύρω στα 28 εκατ. ευρώ, έκλεισε το πρώτο μισό του 2020 με θετικό καθαρό ταμείο 15,5 εκατ. ευρώ (πάνω από το 50% της χρηματιστηριακής αξίας), σημειώνοντας προ φόρων κέρδη 1,3 εκατ. στο εννεάμηνο παρά τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας.
Οι AEEAΠ BriQ Properties και Intercontinental-International διαπραγματεύονται με discount της τάξεως του 12%-17% σε σχέση με τη εσωτερική τους αξία και παράλληλα: α) Σημειώνουν λειτουργική κερδοφορία (προ αποτιμήσεων ακινήτων), β) Προχωρούν στη διανομή ικανοποιητικών και αφορολόγητων μερισμάτων. Στον βαθμό που δεν θα δούμε «βουτιά» στις τιμές των ακινήτων, οι μετοχές συγκαταλέγονται στις αμυντικές, σύμφωνα τουλάχιστον με τους αναλυτές.