Τι βλέπει το «έξυπνο χρήμα» στο ελληνικό Χρηματιστήριο
Οι «κρυμμένες αξίες» στις εισηγμένες και οι προσδοκίες για ανάκαμψη από το β' τρίμηνο. Οι αποτιμήσεις και οι μερισματικές αποδόσεις που προσελκύουν επενδυτές. Οι προκλήσεις για την οικονομία και οι επιχειρηματικές κινήσεις.
Παρά τις προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία μετά την πανδημία, το «έξυπνο χρήμα» συνεχίζει να επενδύει στη χώρα και πολλοί αναλυτές θεωρούν πως υπάρχουν πολλές μετοχές στο Χ.Α. που προσφέρουν σήμερα ελκυστική σχέση κινδύνου και προσδοκώμενης απόδοσης.
Τα μέχρι τώρα δημοσιευθέντα αποτελέσματα των εισηγμένων εταιρειών μετά από ένα συγκυριακά αρνητικό 2020, οδηγούν σε «λογικούς» δείκτες P/E και σε μερισματικές αποδόσεις που προσεγγίζουν ή και υπερβαίνουν τα yields των ομολόγων που εκδίδουν όμιλοι υψηλής πιστοληπτικής ικανότητας.
Παράλληλα, η χαμηλή περσινή βάση σύγκρισης, η ισχυρή ζήτηση από το εξωτερικό και η μεγάλη αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών δημιουργούν προϋποθέσεις για μια σημαντική αύξηση του φετινού ΑΕΠ (+4,7% προβλέπει η Εθνική Τράπεζα).
Παρ’ όλα αυτά, το περιβάλλον εξακολουθεί να παρουσιάζεται αβέβαιο και οι προκλήσεις υπαρκτές. Έτσι, οι επενδυτές καλούνται να χτίσουν ένα επιλεγμένο και χαρτοφυλάκιο, μεσομακροπρόθεσμου ορίζοντα, κατά τέτοιο τρόπο έτσι ώστε ο χρόνος να δουλεύει υπέρ τους και όχι εναντίον τους.
«Το μεγάλο μυστικό στις χρηματιστηριακές επενδύσεις είναι να τοποθετείσαι σε μετοχές, για τις οποίες ο χρόνος θα λειτουργεί υπέρ σου και όχι εναντίον σου», δηλώνει υψηλόβαθμο στέλεχος γνωστής ΑΕΔΑΚ, ο οποίος θεωρεί πως στο Χ.Α. υπάρχουν πολλές εταιρείες που εμφανίζουν μια ελκυστική σχέση κινδύνου-προσδοκώμενης απόδοσης, αρκεί κάποιος να αφήσει το χρόνο να κυλήσει. «Σέβομαι τους βραχυπρόθεσμους επενδυτές, ωστόσο πιστεύω ότι σε μια ρηχή αγορά όπως είναι η ελληνική και σε ένα διεθνές περιβάλλον γεμάτο αβεβαιότητες λόγω της πανδημίας και των επιπτώσεών της, η καλύτερη λύση είναι κάποιος να τοποθετηθεί επιλεκτικά και μεσομακροπρόθεσμα. Νομίζω ότι το Χ.Α. προσφέρεται για κάτι τέτοιο», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Γενικότερα, αν και κανείς δεν παραγνωρίζει τα πλήγματα που έχει δεχτεί σημαντικό κομμάτι της οικονομίας από την πανδημία, ούτε και τις επιπτώσεις που θα προκύψουν στο δημοσιονομικό μέτωπο, το βασικό σενάριο αναφέρεται σε μια πορεία αξιοσημείωτης και διατηρήσιμης ανάκαμψης από το δεύτερο φετινό τρίμηνο και μετά.
«Σημασία έχει κάποιος να διαβάσει πώς σκέφτεται και συμπεριφέρεται το “έξυπνο χρήμα”», δηλώνει γνωστός χρηματιστηριακός αναλυτής, σημειώνοντας: «Εν μέσω πανδημίας, μεγάλοι Έλληνες και ξένοι επενδυτές όχι μόνο δεν ματαιώνουν τα σχέδιά τους, αλλά κλιμακώνουν τις προσπάθειές τους για να τοποθετηθούν στην ελληνική αγορά. Η CVC ενισχύει την παρουσία της στη χώρα, ξένα funds συνεχίζουν να αγοράζουν ακίνητα και να ενδιαφέρονται για τις τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων, θεσμικοί είναι διατεθειμένοι να καλύψουν την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς και το ομολογιακό δάνειο της ΔΕΗ, ενώ γνωστοί επιχειρηματίες στριμώχνονται για να πάρουν θέσεις στους δύο μεγάλους κατασκευαστικούς ομίλους της χώρας. Το να διαγκωνίζονται επενδυτές για το ποιος θα αναλάβει το πάνω χέρι στην ΕΛΛΑΚΤΩΡ, γνωρίζοντας τα ανοίγματα του ομίλου και το ότι θα κληθούν να καλύψουν αύξηση κεφαλαίου, σημαίνει πως κάποιοι βλέπουν καλύτερες μέρες για τον κατασκευαστικό κλάδο και για την ελληνική οικονομία γενικότερα.
»Έντονη κινητικότητα όμως και επενδυτικά σχέδια υπάρχουν και σε μικρότερες επιχειρήσεις, είτε αυτές είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο είτε όχι. Συνολικά, το έξυπνο χρήμα το οποίο είναι διογκωμένο λόγω της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών συνεχίζει να ενδιαφέρεται για να επενδύσει στην Ελλάδα, γνωρίζοντας τόσο την πανδημία όσο και τις οικονομικές της επιπτώσεις, και αυτό θα πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπόψη».
Η οικονομική πορεία
H ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε για το 2020 πτώση ΑΕΠ 8,2% (αρκετά μικρότερη σε σχέση με το 10%-11% που προέβλεπε η αγορά στις αρχές Νοεμβρίου), με πρόσφατη έκθεση της Εθνικής Τράπεζας να μιλά για ανθεκτικό τέταρτο περυσινό τρίμηνο και να προβλέπει φετινό ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του +4,7%.
Παράλληλα, αν και η φετινή αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται να έρθει από το δεύτερο τρίμηνο και μετά (ιδίως αν συνεκτιμηθεί το πολύ αδύναμο δεύτερο τρίμηνο του 2020 και η πολύ χαμηλή τουριστική κίνηση του περσινού καλοκαιριού), το πρώτο δίμηνο του έτους ξεκίνησε σχετικά ικανοποιητικά, καθώς εξαίρεση συγκεκριμένους κλάδους που πλήττονται άμεσα από την πανδημία, η οικονομία δεν καταγράφει μεγάλη πτώση σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2020, η οποία είχε προηγηθεί της πανδημίας.
Επίσης, θετικά είναι τα μηνύματα που έρχονται από την πορεία της διεθνούς οικονομίας, με ό,τι αυτό μπορεί να σημάνει φέτος για τις εξαγωγές (ο Ιανουάριος ξεκίνησε ήδη ανοδικά αν δεν συνεκτιμηθούν τα πετρελαιοειδή), αλλά και τον τουρισμό.
Παράλληλα, καταλυτικό ρόλο για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διαδραματίσουν όχι μόνο η εισροή αυξημένων κοινοτικών κονδυλίων (κατασκευές και πληροφορική), αλλά και η αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τόσο στην Ελλάδα (+11 δισ. ευρώ) όσο και στην Ευρώπη (γύρω στα +500 δισ. ευρώ), με ό,τι μπορούν να σημάνουν αυτά για την πορεία της κατανάλωσης και του τουρισμού από τον Μάιο και μετά. «Ένα σημαντικό κομμάτι αυτών των 11 δισ. ευρώ προοριζόταν για αγορές που είχαν προγραμματιστεί για το 2020, αλλά αναβλήθηκαν λόγω της πανδημίας. Οι αγορές αυτές όμως θα γίνουν από το Πάσχα και μετά», δηλώνει γνωστός παράγοντας της αγοράς.
Όλα αυτά δεν αναιρούν τις υπάρχουσες σημαντικές προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η χώρα, ωστόσο οδηγούν σε ένα βασικό σενάριο που μιλά για μια πορεία σταδιακής οικονομικής ανάκαμψης, με δεδομένο άλλωστε ότι τα μέτρα στήριξης από την κυβέρνηση δεν θα σταματήσουν, ενώ παράλληλα η δημοσιονομική ανοχή από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα συνεχιστεί και μέσα στο 2022.
Επιδόσεις και δείκτες εισηγμένων
Με βάση τουλάχιστον τα μέχρι τώρα δημοσιευθέντα οικονομικά αποτελέσματα των εισηγμένων εταιρειών, κάθε άλλο παρά προκύπτουν χρηματιστηριακοί δείκτες που να παραπέμπουν σε «φούσκα», παρά το γεγονός ότι αναφέρονται σε μια συγκυριακά κακή χρονιά (το 2020), η οποία επηρεάστηκε αρνητικά από την πανδημία.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τις περιπτώσεις της Mytilineos (P/E 14,5, μερισματική απόδοση 2,75% παρότι θα μοιραστεί μόνο το 40% των καθαρών κερδών της χρονιά), της Coca-Cola HBC (μερισματική απόδοση 2,38%), του ΟΤΕ (P/E 16,5, μερισματική απόδοση 5,27%), του ΟΛΠ (P/E 18,6, μερισματική απόδοση 2,04%, παρά το ότι διανέμεται το 38% των καθαρών κερδών), της Autohellas (P/E 17,9, μερισματική απόδοση 3,6%), της Epsilon Net (P/E 18,4, χωρίς να υπολογίζονται για το σύνολο του 2020 τα κέρδη της εξαγορασθείσας Data Communication) και της ElvalHalcor (P/E 26,8, το οποίο ωστόσο γίνεται 18,5 αν αφαιρεθούν τα μη λειτουργικά αποτελέσματα αποθεμάτων).
Προφανώς, αν επιβεβαιωθεί π.χ. η πρόβλεψη της Εθνικής Τράπεζας για φετινή αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,7%, τότε θα δούμε τις κερδοφορίες των εισηγμένων εταιρειών να ανεβαίνουν και τους χρηματιστηριακούς δείκτες να δείχνουν ελκυστικότεροι. Άλλωστε, οι αναλυτές δεν βασίζονται μόνο στους δείκτες της προηγούμενης χρήσης, αλλά αντίθετα εστιάζουν στη μέση προβλεπόμενη επίδοση των επόμενων τριών έως πέντε ετών, η οποία αναμένεται πολύ καλύτερη από αυτή του «πανδημικού» 2020.
Επίσης, μόνο με βάση τις μέχρι τώρα πολύ λίγες ανακοινώσεις των εισηγμένων εταιρειών για τη μερισματική πολιτική που θα ακολουθήσουν (απουσιάζουν αρκετές δεκάδες ακόμη εταιρείες που θα μοιράσουν χρήμα, όπως π.χ. οι ΟΠΑΠ, ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ, ΟΛΘ, Τιτάν), προκύπτουν χρηματικές διανομές της τάξεως των 667 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε μια μέση μερισματική απόδοση για τις μη τραπεζικές εισηγμένες της τάξεως του 1,5%!
Είναι προφανές ότι η μέση μερισματική απόδοση των μη τραπεζικών εισηγμένων εταιρειών του Χρηματιστηρίου, ακόμη και για το συγκυριακά αρνητικό 2020, θα είναι: α) Πολλαπλάσια από το επιτόκιο των προθεσμιακών τραπεζικών καταθέσεων, β) Ανώτερη από το yield των δεκαετών ελληνικών κρατικών ομολόγων, γ) Συγκρίσιμη ή και ανώτερη από τα yields των εταιρικών ομολόγων που εκδίδουν όμιλοι με υψηλή πιστοληπτική ικανότητα.
Επίσης, το ελληνικό χρηματιστήριο όχι μόνο δεν ακολούθησε το τρελό ράλι των μεγάλων διεθνών κεφαλαιαγορών κατά την προηγούμενη δεκαετία λόγω της κρίσης που αντιμετώπισε η οικονομία μας, αλλά μετά από ένα ανοδικό ξέσπασμα μέσα στο 2019, συνέχισε να υποαποδίδει. Έτσι, από την 31η Δεκεμβρίου του 2019 έως και την 9η Μαρτίου του 2021, ο S&P 500 έχει καταγράψει άνοδο 20%, ο Nasdaq 45,7%, o Stoxx Europe 600 μόλις 1,1%, ενώ αντίθετα ο MSCI Emerging Europe 13,6% και ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. 8,6%.