Γιατί οι επενδυτές δεν... πούλησαν το Μάιο
Κοντά σε επίπεδα ρεκόρ κινούνται μεγάλες διεθνείς αγορές. Τι μπορεί να προκαλέσει έναν ακόμα ανοδικό κύκλο και ποιος είναι ο αντίλογος. Οι παγίδες και ο ρόλος κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων στην επανεκκίνηση.
Πέραν του κλασικού χρηματιστηριακού ρητού «Sell in May and go away» («πούλα τον Μάιο και μείνε μακριά»), υπάρχουν πολλές και αυξανόμενες ενδείξεις ότι οι μετοχές σε Ευρώπη και ΗΠΑ δεν έχουν δει ακόμα τα υψηλά τους και δεν έχει αρχίσει η αναδιανομή τίτλων.
Οι διεθνείς αγορές μετοχών είθισται να βρίσκονται σε κρίσιμο σταυροδρόμι στο τέλος του Μαΐου κάθε χρόνο, ειδικά τις χρονιές που οι δείκτες μετοχών σημειώνουν υψηλά κέρδη στις ΗΠΑ. Ωστόσο, τα κέρδη των τελευταίων μηνών, παρά και τις αυξημένες αποτιμήσεις, δεν προκάλεσαν ανησυχία στους αγοραστές, οι οποίοι συνεχίζουν δυναμικά.
Από τις κινήσεις τόσο στη διεθνή, όσο και στην ελληνική αγορά, όμως, είναι προφανές πως εισερχόμαστε σε μια νέα περίοδο, στην οποία οι αποτιμήσεις, οι προοπτικές και οι παγίδες θα είναι σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες.
Έπειτα από το αρχικό σοκ της πανδημίας και τη βίαιη αντίδραση, οι αγορές δείχνουν να έχουν επιταχύνει και επιχειρούν να υπολογίσουν τα νέα δεδομένα. Καθώς όμως αυτά μεταβάλλονται ταχύτατα, με ανάλογη ταχύτητα τροποποιούνται και οι εκτιμήσεις για την πορεία της οικονομίας.
Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η μειωμένη μεταβλητότητα και η αυξημένη ανάληψη κινδύνου ευνόησαν τις τοποθετήσεις σε μετοχές, ειδικά στις αναδυόμενες και στις ευρωπαϊκές αγορές, όμως οι αποτιμήσεις των τίτλων δεν θεωρούνται πλέον φθηνές. Επιπλέον, τα τρέχοντα επίπεδα τιμών στις χρηματιστηριακές αγορές μπορεί να υπερεκτιμούν τους ρυθμούς ανάκαμψης των κερδών τόσο το 2022 όσο και τα επόμενα έτη, ενώ ο πληθωρισμός και τα επιτόκια είναι θέμα χρόνου να δημιουργήσουν προβλήματα.
Οι μετοχικές αγορές έχουν ήδη προεξοφλήσει σε σημαντικό βαθμό την οικονομική ανάκαμψη, αν και φαίνεται πως αυτή σε παγκόσμιο επίπεδο δεν είναι αυτοτροφοδοτούμενη. Το κρίσιμο ερώτημα αφορά στο κατά πόσο η άνοδος που παρατηρείται πρόσφατα δεν είναι απλώς αναπροσαρμογή λόγω του de-risking που έλαβε χώρα τους τελευταίους 9-12 μήνες.
Αυτή τη στιγμή οι ενδείξεις ανάκαμψης είναι πιο ορατές στην πλευρά της ζήτησης και απεικονίζονται και στην άνοδο των δεικτών εμπιστοσύνης των καταναλωτών. Αν η ανάπτυξη σημειώσει πιο γρήγορο ρυθμό, μπορεί οι τωρινές εκτιμήσεις κερδοφορίας να χρειαστούν σημαντικές ανοδικές αναθεωρήσεις, στοιχείο που θα μειώσει εκ νέου τους δείκτες αποτίμησης, δημιουργώντας ξανά εικόνα ελκυστικών αποτιμήσεων. Σε αυτή την περίπτωση η υπάρχουσα ρευστότητα στο σύστημα, πιθανότατα να προκαλέσει έναν ακόμα ανοδικό σχηματισμό στις τιμές των μετοχών.
Οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις συνεχίζουν την αγορά περιουσιακών στοιχείων και τα δημοσιονομικά μέτρα και τονώνουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, ενώ τα επίπεδα ρευστού στα νοικοκυριά παραμένουν σε επίπεδα ρεκόρ. Παράλληλα, παρατηρείται βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, που οδηγεί σε αύξηση των δαπανών, κι επίσης -το πιο σημαντικό- ίσως οι αναβαθμίσεις των κερδών ανά μετοχή δείχνουν πως πιθανόν η εταιρική κερδοφορία να αυξηθεί σημαντικά τόσο φέτος όσο και την επόμενη διετία.
Στο θέμα της νομισματικής πολιτικής, στις ΗΠΑ η Fed δείχνει ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την ποσοτική χαλάρωση στο άμεσο μέλλον και οι σκέψεις για τον περιορισμό της επεκτατικής πολιτικής έχουν εξαφανιστεί. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε σχέδιο αναχρηματοδότησης δείχνοντας τη στρατηγική της για χαλαρή πολιτική. Το πλεόνασμα ρευστότητας που υπάρχει, θα διατηρηθεί έως ότου οι κεντρικές τράπεζες αρχίσουν να ανησυχούν για τον μελλοντικό πληθωρισμό ή όταν η ανάκαμψη δείξει βιωσιμότητα.
Ο αντίλογος
Βέβαια, υπάρχει αντίλογος ότι, παρά τις ισχυρές παρεμβάσεις, δεν υπάρχουν διαρθρωτικές αλλαγές και επενδύσεις που θα δημιουργήσουν πλούτο πάνω από το capacity των οικονομιών, η κατανάλωση και η επιχειρηματική εμπιστοσύνη παραμένουν χαμηλά, καθώς επιχειρήσεις και καταναλωτές συνεχίζουν να αποταμιεύουν και να μην καταναλώνουν ή να επενδύουν όσο οι συνθήκες παραμένουν περίπλοκες.
Παράλληλα, οι εταιρείες συνεχίζουν να μειώνουν την παραγωγή τους και να απολύουν εργαζομένους και η πανδημία θα επηρεάσει μακροπρόθεσμα την εταιρική κερδοφορία, ενώ τα μελλοντικά αυξημένα επιτόκια θα μειώσουν περισσότερο τις καταναλωτικές δαπάνες.
Οι προσδοκίες αρχίζουν να προτρέχουν πολύ σε σχέση με τις μέχρι τώρα ενδείξεις γύρω από το σενάριο μιας ουσιαστικής οικονομικής ανάκαμψης, ενώ τα στοιχεία δείχνουν ότι η ανάκαμψη μπορεί να είναι αναιμική. Οι «αρκούδες» εξηγούν ότι σε ένα τέτοιο ευμετάβλητο περιβάλλον, οι παγίδες που κρύβονται μπορεί να είναι αρκετές και όχι απαραίτητα εμφανείς, ενώ υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι η ανάκαμψη και η καταναλωτική ζήτηση δεν έχουν αρχίσει να ενισχύονται ενδογενώς.
Παράλληλα, για τα κέρδη των εταιρειών, οι θετικές αναθεωρήσεις των κερδών που παρατηρούνται από τα μέσα Νοεμβρίου πέρσι για την πλειονότητα των χρηματιστηριακών αγορών, όπως και για τη δική μας, ως αποτέλεσμα των πρώιμων ενδείξεων οικονομικής ανάπτυξης, ίσως τελικά να είναι υπερβολικές αν η πραγματική οικονομική ανάπτυξη δεν επιταχύνει τον ρυθμό της στα επόμενα 2-3 χρόνια λόγω της πανδημίας ή λόγω της αποτυχίας των μαζικών εμβολιασμών ή μιας μετάλλαξης που θα καθυστερήσει την επιστροφή σε πιο κανονικές συνθήκες.
Αναφορικά με το τελευταίο, οι αποδόσεις των μετοχικών αγορών, παρά τα σημαντικά κέρδη από τις αρχές του έτους, αφορούν πρωτίστως το πρώτο τρίμηνο και πολύ λιγότερο το διάστημα Απριλίου - Μαΐου, που οι αγορές φάνηκαν να πατάνε ελαφρώς… «pause» στην υπέρμετρη άνοδο.
Ειδικά στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, οι συνθήκες δεν είναι ίδιες. Ο δείκτης MSCI Europe σημειώνει απόδοση 11,6% φέτος και 10,78% το πρώτο τρίμηνο, αλλά εξακολουθεί να σημειώνει μικρά κέρδη, μόλις 3%, στη δεκαετία. Αντίθετα, ο MSCI USA σημειώνει κέρδη 11% φέτος και +12,5% στη δεκαετία.