Χρηματιστήριο: Πού ποντάρουν τώρα οι επενδυτές
Πώς εξηγείται η νηνεμία τώρα στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, ποια είναι τα πρόσκαιρα εμπόδια και πού θα κριθεί η μεσο-μακροπρόθεσμη τάση. Η βραχυπρόθεσμη τάση, τα σινιάλα από τις αποτιμήσεις και τα σενάρια.
Tο Χρηματιστήριο της Αθήνας τον τελευταίο μήνα φαίνεται… απονευρωμένο, αν κρίνει κάποιος από την ελαφρά πτωτική πορεία του Γενικού Δείκτη και τους χαμηλότατους όγκους συναλλαγών. Οι αιτίες γι’ αυτό είναι αρκετές: η κλασική θερινή νάρκη, η πορεία της πανδημίας, η παγκόσμια αβεβαιότητα σε μια σειρά από θέματα όπως η εφοδιαστική αλυσίδα και η πολιτική των κεντρικών τραπεζών είναι μόνο μερικά από αυτά.
Όμως, αυτή είναι η πρώτη ανάγνωση της κατάστασης. Η δεύτερη ανάγνωση λέει ότι η ελληνική οικονομία ετοιμάζεται να δεχτεί τα πρώτα κεφάλαια από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, ότι μια σειρά από μεγάλα projects (λ.χ. Ελληνικό) ξεκινούν, ότι υπάρχουν εταιρείες με γεμάτα ταμεία και φιλόδοξα επενδυτικά σχέδια -και αρκετά ακόμα. Κι ακόμα, στο καθαρά χρηματιστηριακό πλαίσιο, ότι οι αποδόσεις του προηγούμενου διαστήματος σε πολλές μετοχές, πρέπει να αφομοιωθούν και να αξιολογηθούν εκ νέου.
Το συμπέρασμα; Η αγορά καλείται να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και να αξιολογήσει τις εξελίξεις που θα δρομολογηθούν μετά το τέλος των θερινών διακοπών. Τα κρίσιμα σημεία είναι πολλά, τα σενάρια αναλόγως… άφθονα, όπως και τα νέα σχέδια που πρέπει να λάβουν σάρκα και οστά.
Οι βραχυπρόθεσμοι επενδυτές του Χρηματιστηρίου της Αθήνας φαίνεται πως έχουν συμβιβαστεί με την ιδέα ότι η… αναδουλειά των τελευταίων εβδομάδων θα συνεχιστεί μέσα στο καλοκαίρι, οπότε θα έχουν όλο το περιθώριο να κάνουν ξέγνοιαστοι τις διακοπές τους. Έτσι προβλέπουν τουλάχιστον. Η βραχυπρόθεσμη τάση στο Χ.Α., όπως οι περισσότεροι εξ αυτών τη μετράνε, δείχνει να είναι ελαφρά πτωτική, ενώ τα κέρδη της τάξεως του 20% και του 30% που έβγαζαν κάθε δεκαπενθήμερο μετακινούμενοι από τη μια μετοχή της περιφέρειας στην άλλη, έχουν πλέον σταματήσει. Αντίθετα, οι μετοχές έχουν χάσει περίπου ένα 10% από τα υψηλά τους, οι όγκοι τέτοιων συναλλαγών έχουν μειωθεί και το ενδιαφέρον για βραχυπρόθεσμα εγχειρήματα έχει περιοριστεί δραστικά.
«Αυτό δεν είναι κακό», σχολιάζει γνωστός χρηματιστηριακός παράγοντας, σημειώνοντας πως «δεν μπορεί να είναι διατηρήσιμη μια τόσο μεγάλη και ταχεία άνοδος των μετοχών σε μια υγιή αγορά. Τυχόν συνέχιση της προηγούμενης κατάστασης θα οδηγούσε σε φούσκες και σε νέο κύκλο αναξιοπιστίας. Είναι προτιμότερο να υπάρξει μια περίοδος ήπιας διόρθωσης προκειμένου να ανεβεί το μέσο κόστος κτήσης των μετοχών από τους επενδυτές και παράλληλα οι εταιρείες να προλάβουν να δείξουν κάποια καλύτερα εξαμηνιαία μεγέθη τον προσεχή Σεπτέμβριο. Τότε, ίσως να υπάρξουν κάποιοι που θα επανεξετάσουν τις θέσεις τους, θεωρώντας ότι αυτό που τον Ιούλιο θεωρούσαν ακριβό, να έχει καταστεί σχετικά ελκυστικό κάτω από τα νέα δεδομένα. Το παιχνίδι, λοιπόν, θα ξαναρχίσει από την αρχή και μάλιστα σε μια περισσότερο υγιή βάση».
Το κρίσιμο ερώτημα
Το μεγάλο ζητούμενο, όμως, για τους αναλυτές, τους επενδυτές και τους επιχειρηματίες δεν είναι η πορεία του Χ.Α. μέσα στο καλοκαίρι, αλλά το πώς θα κινηθεί η ελληνική οικονομία κατά τα επόμενα τρία ή πέντε χρόνια. Προβληματίζονται φυσικά για τις εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας, οι οποίες θα επηρεάσουν αρκετούς κλάδους της οικονομίας κατά το επόμενο εξάμηνο, πλην όμως επικεντρώνονται στη μεγάλη εικόνα, δηλαδή στο κατά πόσο θα τρέξει χωρίς προσκόμματα το σχέδιο για την απορρόφηση των κοινοτικών πόρων και κατά πόσο η είσοδος των συγκεκριμένων κονδυλίων θα λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά μέσα από την προσέλκυση υψηλών ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων που θα επιλέξουν να τοποθετηθούν στη χώρα.
Μερικά από τα ερωτήματα που τίθενται είναι: Θα ανατεθούν γρήγορα τα έργα; Θα μπορέσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις να επαναπατρίσουν στελέχη από τους κλάδους των κατασκευών και της πληροφορικής έτσι ώστε αυτά να υλοποιηθούν; Θα καταφέρουν οι τράπεζες να παίξουν τον ρόλο τους στο νέο αυτό περιβάλλον; Θα υπάρξει στενότητα πρώτων υλών και ζήτημα πολύ αυξημένου κόστους σε αυτές;
Αν κάποιος πιστεύει ότι όλα τα παραπάνω ζητήματα θα διευθετηθούν σε κάποιο σημαντικό βαθμό, τότε μπορεί να αγοράζει άφοβα μετοχές από το ελληνικό χρηματιστήριο, αν βέβαια ο χρονικός ορίζοντάς του είναι μεσομακροπρόθεσμος. Η πανδημία και το τρέχον πρόβλημα στην εφοδιαστική αλυσίδα θα κρατήσουν ακόμη τρεις, έξι ή και δώδεκα μήνες, ενώ τα οφέλη από τις επερχόμενες επενδύσεις θα είναι μακροχρόνια, πολύ σημαντικά και με μεγάλα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.
Πρόσκαιρα εμπόδια
Επίσης, αυτή την περίοδο γίνονται αρκετά πράγματα που μπορεί πρόσκαιρα να φρενάρουν και να επηρεάζουν αρνητικά το κλίμα στο Χ.Α., όμως σε μακροπρόθεσμη βάση θα το ωφελήσουν. Για παράδειγμα, οι αυξήσεις κεφαλαίου της Πειραιώς και της Alpha Bank βάρυναν το κλίμα, ωστόσο μέσα από τέτοιες εκδόσεις ωφελούνται σε βάθος χρόνου τόσο οι συγκεκριμένες τράπεζες όσο και η οικονομία γενικότερα.
Ακόμα, μια σειρά εκδόσεων που βρίσκονται αυτή την περίοδο σε εξέλιξη, πιθανόν να απορροφούν ρευστότητα από το σύστημα, πλην όμως τα οφέλη τους επίσης θα έρθουν σε βάθος χρόνου. Λόγου χάρη, η αύξηση κεφαλαίου της ΕΛΛΑΚΤΩΡ θα θέσει τις βάσεις για την αναδιάρθρωση και ανασύνταξη ενός μεγάλου κατασκευαστικού ομίλου, με ό,τι αυτό θα μπορούσε να σημάνει για τη συγκεκριμένη μετοχή. Το γεγονός ότι η ΔΕΗ δανείστηκε 500 εκατ. με 3,375% μειώνει το μέσο κόστος χρηματοδότησης της εταιρείας και της δίνει μεγαλύτερα περιθώρια προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Ο συνδυασμός δημόσιας εγγραφής και ιδιωτικής τοποθέτησης στην Premia Properties ανοίγει τον δρόμο για την ύπαρξη στο ταμπλό του Χ.Α. μιας επιπλέον ισχυρής εταιρείας στον χώρο του real estate, η οποία θα συνοδεύεται και από ικανοποιητική μετοχική διασπορά.
Οι αποτιμήσεις
Διχογνωμία μεταξύ των επενδυτών επικρατεί για το κατά πόσο οι τρέχουσες αποτιμήσεις στο ταμπλό του Χ.Α. είναι υπερτιμημένες ή όχι. Σε επίπεδο Γενικού Δείκτη δεν φαίνεται να υπάρχουν ενδείξεις υπερτίμησης, καθώς π.χ. από τις 31/12/2019 έως και την 13η/7/2021 ο S&P 500 είχε κερδίσει 35,2%, ο Stoxx Europe 600 ήταν στο +10,85%, όταν ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. έχει καταγράψει απώλειες 5,12% (όσες περίπου και ο MSCI Emerging Markets).
Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι κατά την τελευταία τριετία ή και πενταετία, η πλειονότητα των μη τραπεζικών μετοχών έχει σημειώσει πολύ υψηλές αποδόσεις, οι οποίες συχνά ξεπερνούν το 300% και ενίοτε ακόμη και το 800%! Με ποια επιχειρήματα λοιπόν κάποιος να θεωρήσει υποτιμημένη μια μετοχή στα 3 ευρώ, όταν προ πενταετίας βρισκόταν χαμηλότερα από το 1; Πόσο μπορούν να αμυνθούν οι συγκεκριμένες μετοχές στο ταμπλό, σε περίπτωση που δούμε τις διεθνείς αγορές να υποχωρούν από τα ύψη στα οποία έχουν σκαρφαλώσει;
Οι υποστηρικτές της αντίθετης άποψης αντιπαραθέτουν δύο επιχειρήματα:
1) Η ελληνική οικονομία του 2021 δεν σχετίζεται με εκείνη του 2016 και του 2017, των capital controls και της αβεβαιότητας για Grexit. Στις αρχές του 2019 η χώρα είχε δανειστεί για πέντε χρόνια με επιτόκιο κοντά στο 3,5%, ενώ σήμερα τα δεκαετή κρατικά χρεόγραφα έχουν yield μόλις 0,7%-0,75%. Όσο για τα σενάρια απότομης αύξησης των διεθνών επιτοκίων, διαψεύδονται ανοιχτά από τα επιτελεία των μεγάλων κεντρικών τραπεζών.
2) Οι κερδοφορίες και οι προοπτικές των εισηγμένων εταιρειών έχουν διαφοροποιηθεί δραστικά. Πόσο ακριβές μπορεί είναι οι εταιρείες πληροφορικής που με βάση τα εκτιμώμενα κέρδη του 2021 έχουν P/E κοντά στο 14 ή το 18 πριν ξεκινήσουν τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης; Πόσο υπερτιμημένες μπορεί είναι εταιρείες που προσφέρουν μερισματικές αποδόσεις από 2% έως και 5%, όταν μάλιστα πολλές εξ αυτών προσδοκούν βελτίωση οικονομικών επιδόσεων στο μέλλον; (οι μέχρι τώρα φετινές χρηματικές διανομές των εισηγμένων εταιρειών προς τους μετόχους τους έχουν φτάσει στο 1,35 δισ. ευρώ, ποσό που αναμένεται να αυξηθεί έως το τέλος του έτους). Κατά πόσο κάποιος μπορεί να αγνοήσει μια σειρά εξελίξεων στο οικονομικό πεδίο, όπως π.χ. στην εκκίνηση εμβληματικών projects (π.χ. Ελληνικό, Γραμμή 4 του Μετρό, οδικός άξονας Ε-65), στις αποκρατικοποιήσεις (π.χ. ΔΕΔΔΗΕ, Ναυπηγείο Σκαραμαγκά, εκμετάλλευση Εγνατίας Οδού) και στα σημαντικά ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια (π.χ. της Mytilineos, της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, της Motor Oil, της ElvalHalcor, των Πλαστικών Θράκης κ.ά.).
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, τους επόμενους δύο-τρεις μήνες αναμένεται να υπάρξει μια αρκετά πιο ξεκάθαρη εικόνα για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στα μέτωπα της πανδημίας, της εφοδιαστικής αλυσίδας, αλλά και των δρομολογούμενων εξελίξεων σε ό,τι αφορά την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων από Ελλάδα και εξωτερικό.
«Δεν είναι εύκολα προβλέψιμο πώς θα πορευθεί γενικότερα η χρηματιστηριακή αγορά, αλλά αυτό δεν είναι το κυρίως ζητούμενο, καθώς μεγάλη σημασία θα παίξουν -όπως εδώ και πολλά χρόνια- οι επιμέρους επιλογές των επενδυτές (stock picking). To καλοκαίρι λοιπόν θα μπορούσε να αποτελέσει μια καλή εποχή για αξιολόγηση της κατάστασης», αναφέρεται χαρακτηριστικά.