Morgan Stanley: Νέο εργαλείο κέρδους βρήκαν οι ελληνικές τράπεζες
Πώς μια πιο επιθετική στρατηγική της ΕΚΤ μπορεί να τονώσει τα έσοδα του εγχώριου κλάδου. Η επίπτωση στα κεφάλαια και οι εκτιμήσεις που διατυπώνουν οι διοικήσεις των τραπεζών. Οι αποτιμήσεις, οι τιμές-στόχοι και η προτιμώμενη μετοχή.
Οι αυξήσεις των επιτοκίων αποτελούν μια πρόσθετη θετική εξέλιξη για την ανάκαμψη των ελληνικών τραπεζών, επισημαίνει η Morgan Stanley, θέση που ουσιαστικά ταυτίζεται με αυτή της JP Morgan.
Ο προτιμώμενος τρόπος της επενδυτικής τράπεζας για να «παίξουν» οι επενδυτές την ελληνική ιστορία ανάκαμψης είναι η Eurobank, η οποία έχει σημειώσει τη μεγαλύτερη πρόοδο στην εξυγίανση του ισολογισμού της με δείκτη NPE 7,3% περίπου στο 9μηνο του 2021 και απόδοση κεφαλαίων (ROTE) 7,4%. Ωστόσο, μετά το ράλι που προηγήθηκε, η τιμή-στόχος υπολείπεται της τρέχουσας καθώς βρίσκεται στο 1,07 ευρώ, αν και η σύσταση είναι overweight. Το ίδιο ισχύει για την τιμή-στόχο της Alpha Βank (1,38 σύσταση equalweight) αλλά και την Πειραιώς (1,52 ευρώ, σύσταση equalweight).
Με την εξυγίανση του ισολογισμού σε μεγάλο βαθμό πίσω της, η Eurobank αντιμετωπίζει τις λιγότερες αντιξοότητες στα λειτουργικά έσοδα από τη μείωση των NPE, ενώ προσφέρει πλεονέκτημα από την ανάκαμψη των μακροοικονομικών μεγεθών στην Ελλάδα, εξηγεί η τράπεζα.
«Με συνολικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 15,4%, η Eurobank είναι η πρώτη από τις ελληνικές τράπεζες που επιθυμεί να συζητήσει την επανέναρξη της διανομής μερισμάτων με την εποπτική αρχή το 2023, εξέλιξη που είναι πιθανό να αποτελέσει θετικό καταλύτη για τη μετοχή», επισημαίνει η Morgan Stanley. Στα τρέχοντα επίπεδα τιμών, η μετοχή της Eurobank είναι διαπραγματεύσιμη με 0,6 φορές την ενσώματη λογιστική αξία του 2022 (Ρ/ΤΒV) και απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROTE) 8,2%, έναντι με 0,5 φορές P/TBV (ROTE 5,4%) για την Alpha Bank και για την Τράπεζα Πειραιώς 0,3 φορές P/TBV (ROTE 4,1%). Το πιο αισιόδοξο σενάριο για τη Eurobank, που προϋποθέτει δείκτη απόδοσης περίπου 10,4%, συνεπάγεται 29% άνοδο από τα τρέχοντα επίπεδα.
Τι αλλάζουν οι αυξήσεις των επιτοκίων
Οι οικονομολόγοι του αμερικανικού οίκου εκτιμούν τώρα ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη να αναλάβει δράση από τον Μάρτιο, συντομεύοντας το APP (πρόγραμμα αγοράς ομολόγων), για να δημιουργηθεί χώρος για μια πρώτη αύξηση κατά 10 μ.β. τον Δεκέμβριο φέτος και έπειτα τις επόμενες δύο συνεδριάσεις, δύο ακόμη αυξήσεις των 20 μ.β., ανεβάζοντας το επιτόκιο καταθέσεων σε 0% έως τον Μάρτιο του 2023.
Σύμφωνα με τις συζητήσεις της αμερικανικής τράπεζας με τις εγχώριες τράπεζες, το 85% (Alpha) έως το 90% (Eurobank και Πειραιώς) του χαρτοφυλακίου δανείων των ελληνικών τραπεζών είναι με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Στο παθητικό, το 73% (Eurobank) έως 78%-79% (Alpha Bank και Πειραιώς) των καταθέσεων είναι καταθέσεις όψεως, γεγονός που συνεπάγεται λιγότερες άμεσες πιέσεις στις καταθέσεις από ανατιμολόγηση. Κάθε αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μ.β. προσθέτει περίπου 2% στα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) για το 2023 για την Alpha και την Πειραιώς και περίπου 4% για τη Eurobank, που μεταφράζεται σε περίπου 6%, 8% και 10% επίπτωση στα καθαρά έσοδα για το 2023 στις εκτιμήσεις της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας.
Η MS επισημαίνει ότι στον αντίποδα με τη σχέση κράτους-τραπεζών, είναι σημαντική μια διεύρυνση του περιθωρίου των επιτοκίων κατά 50 μ.β., που θα έχει αρνητικό αντίκτυπο από 7 έως 12 μ.β. στους δείκτες βασικών εποπτικών κεφαλαίων (CET 1), οι οποίοι όμως είναι από 9,9% έως 13,9% το τρίτο τρίμηνο πέρυσι και άνετα πάνω από τις τρέχουσες ελάχιστες απαιτήσεις. Από τον Σεπτέμβριο του 2021, το 7%-11% του συνολικού ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών είναι σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (GGBs). Οι αποδόσεις ελληνικών κρατικών ομολόγων από το 1,5% περίπου τον Δεκέμβριο πέρυσι, αυτή την εβδομάδα διαμορφώνονται στο 2%. Ο αντίκτυπος της πώλησης ομολόγων αντανακλάται στις απώλειες από την αποτίμηση στην αγορά του χαρτοφυλακίου τίτλων τους.