Εισηγμένες: Τι δείχνουν τα πρώτα σινιάλα για τα κέρδη της χρονιάς
Συγκρατημένα αισιόδοξα τα στελέχη των εταιρειών για τη φετινή κερδοφορία, παρά τους πονοκεφάλους και τα πλήγματα λόγω Ουκρανίας. Οι περυσινές επιδόσεις, η εκτίναξη στα κόστη και το σήμα που στέλνει το πρώτο τρίμηνο.
Παρά την έντονη αβεβαιότητα που επικρατεί σε πολλά μέτωπα, επιχειρηματικοί και χρηματιστηριακοί παράγοντες αισιοδοξούν ότι και φέτος τα εταιρικά κέρδη των εισηγμένων εταιρειών θα κινηθούν σε ικανοποιητικά επίπεδα και ενδεχομένως μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις να υπερβούν τα αντίστοιχα της περυσινής χρονιάς.
Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, οι επιδόσεις του 2021 ήταν εξαιρετικές, πλην όμως υπήρξαν αρκετές εισηγμένες που πέρυσι εμφάνισαν -για διάφορους λόγους- πολλαπλάσιες επιδόσεις σε σύγκριση με αυτές των προηγούμενων ετών.
Αυτό οφειλόταν άλλες φορές στην εγγραφή έκτακτων αποτελεσμάτων (π.χ. κέρδη από αποτίμηση αποθεμάτων, επανυπολογισμός εύλογης αξίας ακινήτων), και άλλες στην έντονη διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους λόγω της εκτόξευσης των τιμών πώλησης από εισηγμένες που διέθεταν αποθέματα χαμηλότερου κόστους.
Τέλος, δεν έλειψαν και εκείνες οι περιπτώσεις εταιρειών, οι οποίες ευνοήθηκαν από τις ευκαιρίες που προκάλεσε η ίδια η πανδημία (π.χ. αυξημένες πωλήσεις ειδών υγιεινής προστασίας, διενέργεια πλήθους διαγνωστικών τεστ, κ.λπ.). Σε αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις είναι πολύ πιθανόν ότι οι περυσινές κερδοφορίες δεν θα είναι διατηρήσιμες, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η καταγραφή πολύ ικανοποιητικών επιδόσεων και μέσα στο 2022.
Πέραν αυτού, οι εγχώριες εταιρείες φέτος θα κληθούν να αντιμετωπίσουν:
- Υψηλότερο κόστος εργασίας, όχι μόνο λόγω των αυξήσεων που θεσπίστηκαν στο βασικό μισθολόγιο, αλλά και εξαιτίας μιας ευρύτερης πολιτικής ανοδικών αποδοχών (μεταξύ των οποίων και παροχή bonuses), που ήδη ξεκίνησε σε πολλές επιχειρήσεις από το 2021.
- Μεγαλύτερο κόστος χρηματοδότησης όχι επειδή αυξήθηκαν τα επιτόκια, αλλά γιατί η εκτίναξη των τιμών των πρώτων υλών απαιτεί υψηλότερα κεφάλαια κίνησης, άρα και μεγαλύτερη προσφυγή σε τραπεζικό δανεισμό.
- Την απουσία των μέτρων στήριξης που καρπώθηκαν πέρυσι μέσω των μέτρων στήριξης για την πανδημία (π.χ. ψαλίδισμα ενοικίων, επιδότηση επιτοκίου, κ.λπ.).
- Το πλήγμα που δέχτηκαν ορισμένες εταιρείες από τον πόλεμο στην Ουκρανία, είτε άμεσα (π.χ. Coca-Cola HBC, Frigoglass, Sarantis) είτε έμμεσα (π.χ. αλευροβιομηχανίες).
Ο μεγαλύτερος ωστόσο πονοκέφαλος για τις διοικήσεις των εταιρειών προέρχεται από την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους και των τιμών των πρώτων υλών, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε μια διαρκή προσπάθεια μετακύλισης των προαναφερθεισών επιβαρύνσεων στους πελάτες τους. Η όλη διαδικασία είναι αβέβαιη, ενώ παράλληλα ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας ευρύτερης πτώσης της ζήτησης στην αγορά, από πελάτες που δεν θα μπορούν να αντέξουν τα αυξημένα τιμολόγια. Όσο περισσότερο διαρκέσουν τα τόσο υψηλά τιμολόγια, τόσο υψηλότερος είναι ο κίνδυνος πτωτικού επηρεασμού της ζήτησης.
Συγκρατημένη αισιοδοξία
Από την άλλη πλευρά, επικρατεί μεταξύ των στελεχών των εταιρειών συγκρατημένη αισιοδοξία ότι τελικά η φετινή κερδοφορία των εισηγμένων θα είναι ικανοποιητική.
Το μόνο βέβαιο είναι πως οι επιδόσεις του πρώτου φετινού τριμήνου αναμένεται να ικανοποιήσουν -σε γενικές γραμμές τουλάχιστον- τους επενδυτές, καθώς:
- Ο όγκος του λιανικού εμπορίου σημείωσε άνοδο σε σχέση με πέρυσι, όταν τα εμπορικά καταστήματα ήταν κλειστά και οι διανομαρχιακές μετακινήσεις απαγορευμένες.
- Οι επιχειρήσεις του μεταλλουργικού τομέα συνέχισαν τη σαφώς ικανοποιητική πορεία τους τόσο σε ό,τι αφορά τον όγκο των πωλήσεών τους, όσο και ως προς το περιθώριο της κερδοφορίας τους.
- Οι εταιρείες πληροφορικής έχουν ανεβάσει έσοδα, καθαρά κέρδη και ανεκτέλεστα υπόλοιπα συμβάσεων, πράγμα που αναμένεται να συνεχιστεί καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Πέραν αυτών, τα πολύ θετικά μηνύματα από το μέτωπο του τουρισμού (πέρυσι η είσοδος ξένων επισκεπτών είχε ξεκινήσει τον Μάιο και των Βρετανών από τα μέσα Ιουλίου) και η υλοποίηση σημαντικών επενδύσεων σε οικοδομή, κατασκευές και λοιπές δραστηριότητες αναμένεται να διατηρήσουν «ζεστά» τα έσοδα πολλών κλάδων για ολόκληρο το 2022.
Σύμφωνα άλλωστε με το βασικό σενάριο του ΙΟΒΕ, το 2022 προβλέπεται αύξηση ΑΕΠ μεταξύ 2,5% και 3%, ιδιωτικής κατανάλωσης μεταξύ 1,5% και 2,5%, επενδύσεων μεταξύ 13% και 15% και εξαγωγών μεταξύ 7% και 9%, επιδόσεις που αν τελικά επιβεβαιωθούν, θα επιδράσουν θετικά στα οικονομικά αποτελέσματα των εγχώριων επιχειρήσεων, εισηγμένων και μη.