Πώς θα κερδίσετε από την πτώση
Ποιες κινήσεις πρέπει να κάνουν οι επενδυτές σε αγορές που... κατηφορίζουν. Οι κανόνες εξόδου, ο δείκτης Cumulative RSI και οι τιμές ανοίγματος.
Στις directional συναλλαγές με μετοχές, υπάρχουν ουσιαστικά δύο προσεγγίσεις. Είτε ο επενδυτής εξειδικεύεται σε ένα διαχειρίσιμο αριθμό επιλεγμένων μετοχών, είτε ψάχνει, με τη βοήθεια υπολογιστή, ολόκληρες αγορές μετοχών για ειδικά στησίματα και ανωμαλίες. Σε αυτή τη σειρά των τριών άρθρων, θέλουμε να εστιάσουμε στην αναζήτηση για ένα προκαθορισμένο στήσιμο σε ένα μεγάλο αριθμό μετοχών. Άρα θα μάθετε για μια αλληλεπίδραση μεταξύ ενός άκαμπτου συστήματος εκτέλεσης συναλλαγών και διακριτών στοιχείων στις εκτελέσεις συναλλαγών.
» Στο πρώτο μέρος, κύριο μέλημά μας είναι ο προσδιορισμός ενός σαφούς στησίματος και η αναζήτησή του σε πολλές μετοχές. Στο δεύτερο μέρος, το σύστημα εκτέλεσης συναλλαγών που επιλέξαμε αναλύεται σε βάθος. Εκτός από την ανάλυση των βασικών χαρακτηριστικών, θα δούμε τι γίνεται πίσω από την εμπορική στρατηγική προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τις δυνατότητες και τους κινδύνους. Τέλος, το τρίτο μέρος περιγράφει πώς θα βρούμε στο τέλος της διαδικασίας, μια βελτιστοποιημένη στρατηγική εκτέλεσης συναλλαγών που να είναι κατά το δυνατόν προσαρμοσμένη στις ατομικές ανάγκες.
Buy-the-dips (Αγορά στον πυθμένα)
Η επιλογή εδώ πέφτει πάνω στο σύνολο των μετοχών που περιλαμβάνονται σε MDAX και DAX, μια σηματωρό αγορά. Καθώς η σύνθεση των δύο καλαθιών με μετοχές αλλάζει με την πάροδο του χρόνου, σε αυτό το σημείο θέλουμε να ελαχιστοποιήσουμε την προσπάθεια που απαιτείται και άρα να περιορίσουμε τον αναδρομικό έλεγχο για τα τελευταία δέκα χρόνια στις μετοχές που επί του παρόντος περιλαμβάνονται στους δύο δείκτες. Συνολικά, παρατηρούνται 80 μετοχές (30 στον DAX και 50 στον IDAX). Στη συνέχεια διαμορφώνουμε το στήσιμο το οποίο θα αναζητηθεί. Οι ενεργοί επενδυτές έχουν στη διάθεσή τους ένα ευρύ φάσμα επενδυτικών προσεγγίσεων.
Φυσικά, το στήσιμο θα πρέπει να προσαρμοστεί στο προφίλ των συναλλαγών τους. Σε αυτό το άρθρο θέλουμε να δεσμευτούμε σε μια γενική προσέγγιση buy-the-dips, με βάση την τιμή κλεισίματος. Ο λόγος για τον οποίον επιλέγουμε αυτή την προσέγγιση εξηγείται εύκολα. Οποιοσδήποτε εξετάζει τα μακροπρόθεσμα διαγράμματα των μεγάλων μετοχικών δεικτών του κόσμου, θα διαπιστώσει ότι, μακροπρόθεσμα, οι περισσότεροι αυξάνονται, αν και κατ’ επανάληψη προκύπτουν δραματικές πτώσεις τιμών και παρατεταμένες πτωτικές αγορές. Το στατιστικό πλεονέκτημα στο χρηματιστήριο είναι, σύμφωνα με αυτήν την υπόθεση, σε μακροπρόθεσμη βάση, στην πλευρά της αγοράς.
Επιπλέον, με αυτή την επιλογή θα πρέπει να αποφεύγονται οι συναλλαγές σε στρατηγικά άσχημα σημεία. Δεν θέλουμε να αγοράζουμε ακριβώς εκεί που όλοι θέλουν να αγοράζουν επειδή επιτεύχθηκε, για παράδειγμα, ένα νέο υψηλό 52 εβδομάδων ή το ξέσπασμα πάνω από ένα σημαντικό επίπεδο του διαγράμματος. Αντ’ αυτού, αγοράζουμε όταν αυξάνεται η νευρικότητα ή όταν είναι υψηλή και οι επενδυτές δίνουν τις μετοχές τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ανάληψη του ρίσκου γίνεται σκόπιμα και προσπαθούμε να αγοράσουμε μετοχές σε χαμηλές τιμές. Αυτές οι ευκαιρίες μάς προσφέρονται από επανειλημμένες διορθώσεις και σταθεροποιήσεις. Εδώ θέλουμε να επωφεληθούμε από την αυξημένη μεταβλητότητα και να εκμεταλλευτούμε το στατιστικό πλεονέκτημα στην πλευρά της αγοράς.
O Cumulative RSI
Ο Cumulative Relative Strength Index (εν συντομία: RSI) χρησιμοποιείται στο στήσιμο buy-the-dips.
Αυτός ο τύπος RSI είναι μια απλή εξομάλυνση του πρότυπου δείκτη RSI. Καθώς για τον πρότυπο RSI χρησιμοποιούμε μια πολύ σύντομη περίοδο 2, η επιπρόσθετη εξομάλυνση θα πρέπει να παράξει μια πιο ήρεμη πορεία του ταλαντωτή. Όταν ο Cumulative RSI είναι κάτω από μια τιμή δείκτη ίση με 9, τότε θεωρείται ότι η υποκείμενη μετοχή βρίσκεται σε μια διόρθωση - ή τουλάχιστον σε φάση σταθεροποίησης. Όταν ο Cumulative RSI στρέφεται προς τα πάνω και έχει υψηλότερη τιμή σε σύγκριση με την τιμή της προηγούμενης ημέρας, έχει έρθει η ευκαιρία μας.
Στο κάτω μέρος του διαγράμματος 1 μπορείτε να δείτε την πορεία του Cumulative RSI στο παράδειγμα της Hochtief AG. Ωστόσο, πρέπει να πληρούνται κάποιες επιπρόσθετες προϋποθέσεις από την πορεία της τιμής της μετοχής, έτσι ώστε το σήμα του δείκτη να οδηγήσει σε συναλλαγή.
Το φίλτρο τάσης
Οι ακόλουθες απλές συνθήκες πρέπει να χρησιμεύουν ως φίλτρο τάσης. Πρώτον, χρησιμοποιούμε τους κινητούς μέσους όρους των 100 και 200 ημερών. Η γραμμή των 100 ημερών θα πρέπει να διατρέχει τον κινητό μέσο όρο των 200 ημερών. Είναι ιδανικό, αλλά όχι απαραίτητο, να έχουν και οι δύο γραμμές θετική κλίση. Δεύτερον, η τιμή ανοίγματος θα πρέπει να βρίσκεται πάνω από τον κινητό μέσο όρο των 200 ημερών.
Επιπλέον, η τιμή ανοίγματος θα πρέπει να είναι πάνω από την τιμή κλεισίματος της χθεσινής ημέρας συναλλαγών. Το διάγραμμα 1 δείχνει ένα παράδειγμα για ολόκληρο το στήσιμο του δείκτη και το επίπεδο εξόδου για τις μετοχές της Hochtief.
Προϋποθέσεις για το σύστημα εκτέλεσης συναλλαγών
Είσοδος:
1. Ο Cumulative RSI (2) είναι μικρότερος από 9
2. Ο κινητός μέσος όρος των 100 ημερών είναι πάνω από τον κινητό μέσο όρο των 200 ημερών
3. Η τιμή ανοίγματος είναι μεγαλύτερη από τον κινητό μέσο όρο των 200 ημερών
4. Η τιμή ανοίγματος είναι μεγαλύτερη από το χθεσινό κλείσιμο
Έξοδος:
1. Τοποθετήστε το αρχικό στοπ κατά έξι τοις εκατό πιο κάτω από την τιμή εισόδου και τη στοχευόμενη τιμή κατά τέσσερα τοις εκατό πιο πάνω από την τιμή εισόδου.
2. Βάλτε το στοπ σύμφωνα με το νεκρό σημείο όταν η συναλλαγή είναι στο +2,5 τοις εκατό
3. Εάν η τιμή κλεισίματος είναι κάτω από τον κινητό μέσο όρο των 200 ημερών, κλείστε την ανοικτή θέση στην τιμή κλεισίματος.
Οι κανόνες εξόδου
Το αρχικό στοπ ορίζεται σχετικά μακριά κατά έξι τοις εκατό. Επειδή θέλουμε πάντα να επωφελούμαστε από ένα περιβάλλον με πτώση των τιμών, αλλά σε αγορές με ύφεση οι τιμές τείνουν να υπερβάλλουν, θα πρέπει σε μια ανοικτή θέση να δίνουμε λίγο περισσότερο «αέρα». Η κατοχύρωση κέρδους ορίζεται στο τέσσερα τοις εκατό. Η δυσμενής αναλογία ρίσκου/ανταμοιβής (RRR) θα μπορούσε να αμφισβητηθεί. Πράγματι, με την κακή RRR 0,66 (τέσσερα τοις εκατό πιθανή κατοχύρωση κέρδους δια έξι τοις εκατό πιθανή απώλεια) αποδεχόμαστε μεγαλύτερα μεγέθη απωλειών αλλά υπέρ ενός υψηλότερου hit rate. Επιπλέον, ορίζεται ένα στοπ νεκρού σημείου, το οποίο χρησιμοποιείται όταν μια ανοικτή θέση βρεθεί κατά 2,5% πάνω από την τιμή εισόδου.
«Εφόσον θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη στρατηγική ως «δίχτυ ασφαλείας», ολόκληρη η έκθεση απόδοσης μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη ενός καλού περιβάλλοντος εκτέλεσης συναλλαγών»
Στην περίπτωση αυτή, το στοπ που αρχικά είχε οριστεί στο έξι τοις εκατό, μεταφέρεται χαμηλότερα, στην τιμή εισόδου. Τέλος, μια ανοικτή θέση κλείνει στην τιμή κλεισίματος, εάν η τιμή κλεισίματος είναι κάτω από τον κινητό μέσο όρο των 200 ημερών. Αν εφαρμόσουμε τους προαναφερθέντες όρους στο επιλεγμένο χαρτοφυλάκιο των 80 μετοχών των DAX και MDAX και πραγματοποιήσουμε αναδρομικό έλεγχο για την τελευταία δεκαετία, τα αποτελέσματα εμφανίζονται στον Πίνακα 1 (έκθεση απόδοσης) και στο διάγραμμα 2 (καμπύλη απόδοσης).
Στην περίπτωση ενός έγκυρου σήματος, οι αντίστοιχες μετοχές αγοράστηκαν για 10.000 ευρώ η κάθε μια. Συνολικά, θα είχε παραχθεί ένα απόλυτο ποσό 87.333 ευρώ, προ εξόδων. Η μέση απόδοση ανά συναλλαγή ήταν 0,77 τοις εκατό, από την οποία πρέπει να αφαιρεθούν οι δαπάνες των μεμονωμένων συναλλαγών. Εφόσον θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη στρατηγική ως «δίχτυ ασφαλείας», ολόκληρη η έκθεση απόδοσης μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη ενός καλού περιβάλλοντος εκτέλεσης συναλλαγών.
Αυτή η άποψη υποστηρίζεται από την χαμηλή επίδοση του 27,7 των συναλλαγών με απώλειες. Στη συνέχεια, θέλουμε να εξετάσουμε την πορεία της καμπύλης απόδοσης που βρίσκεται στο υψηλότερο όλων των εποχών. Είναι καλό να γνωρίζουμε επίσης πώς οι συνθήκες του φίλτρου αποφεύγουν τις πτωτικές αγορές.
Ωστόσο, πριν από πτωτικές αγορές μπορεί να καταγραφούν ισχυρότερες περίοδοι αρνητικών αποδόσεων. Επιπλέον, στις βραχυπρόθεσμες περιόδους αρνητικών αποδόσεων μπορείτε να βρείτε πάντα το ίδιο μοτίβο: η απότομη πτώση της καμπύλης απόδοσης ακολουθείται συνήθως άμεσα από μια απότομη αύξηση. Αυτό το μοτίβο αρνητικών αποδόσεων δείχνει ότι σε έντονα πτωτικές αγορές παράγουμε πολλές συναλλαγές, όπου η πρώτη φάλαγγα συναλλαγών εισέρχεται απευθείας στο κόκκινο ή διακόπτεται πολύ γρήγορα.
Αντιθέτως, σε ήσυχες αγορές πραγματοποιούνται λίγες συναλλαγές και η καμπύλη απόδοσης προχωρά με αργούς ρυθμούς. Ο συνολικός αριθμός συναλλαγών για τα τελευταία δέκα χρόνια θα ήταν 1128, και μπορεί να χαρακτηριστεί ως στατιστικά επαρκής για αναδρομικό έλεγχο. Το διάγραμμα 3 δείχνει τα μηνιαία έσοδα πριν από τα κόστη και το διάγραμμα 4 δείχνει τον αριθμό των συναλλαγών για κάθε μήνα. Εδώ, μπορείτε να δείτε καθαρά πώς αυξάνεται ο αριθμός των συναλλαγών κατά τους μήνες με μεταβλητότητα. Λόγω της κεφαλαιακής επάρκειας και της διαχείρισης κινδύνου, δεν θα είμαστε σε θέση να πραγματοποιήσουμε όλες τις συναλλαγές μετά από την έναρξη των ημερών του κραχ, όπως είναι παραδείγματος χάριν η 25η Αυγούστου 2015, ενώ είχαμε δώδεκα σήματα με τη μία.
Ο πίνακας 2 δείχνει το δίλημμα. Η πλημμύρα των σημάτων σε έντονα πτωτικές αγορές μάς οδηγεί άμεσα στο πρόβλημα επιλογής που θα εξετάσουμε λεπτομερώς στο δεύτερο μέρος της σειράς των άρθρων.
Συμπέρασμα
Το μοτίβο των αρνητικών αποδόσεων δείχνει ότι σε έντονα πτωτικές αγορές κάνουμε πολλές συναλλαγές. Πολλές από αυτές εισέρχονται στο κόκκινο ή τερματίζονται γρήγορα. Σε ήσυχες αγορές με λιγότερες συναλλαγές, η καμπύλη απόδοσής μας ανεβαίνει σιγά-σιγά. Επομένως, στο δεύτερο μέρος της σειράς των άρθρων, θα διαχωρίσουμε τις συναλλαγές των ευμετάβλητων φάσεων της αγοράς από τις συναλλαγές των μη ευμετάβλητων φάσεων της αγοράς και θα αναλύσουμε τις δυο ομάδες ξεχωριστά.
Έτσι θα μπορέσουμε να ελέγξουμε κατά πόσον βασικά στοιχεία όπως ο παράγοντας κέρδους, το hit rate και η μέση αναλογία κέρδους/απωλειών, διαφέρουν σημαντικά από τους δείκτες των εκθέσεων παγκόσμιας απόδοσης. «